Σε οποιαδήποτε αμφοτεροβαρή σύμβαση, τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν τις κύριες ενοχές (παροχές) οι οποίες χαρακτηρίζουν την εκάστοτε σύμβαση, δίδοντάς της συγκεκριμένα και διακριτά χαρακτηριστικά, τα οποία και την διαφοροποιούν από άλλες συμβάσεις. Έτσι, σε μια σύμβαση πώλησης (513 ΑΚ), ο πωλητής έχει την (βασική) υποχρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα του πράγματος που αποτελεί το αντικείμενο της πώλησης, και να παραδώσει το πράγμα και ο αγοραστής έχει την υποχρέωση να πληρώσει το τίμημα που συμφωνήθηκε, ενώ σε μια σύμβαση μίσθωσης (574 ΑΚ), ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση και ο μισθωτής να καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα.
Παράλληλα ωστόσο με τις κύριες υποχρεώσεις ενός εκάστου συμβαλλομένου σε κάθε σύμβαση, σχεδόν πάντα, τα συμβαλλόμενα μέρη βαρύνονται και με τις λεγόμενες παρεπόμενες υποχρεώσεις (παρεπόμενες-δευτερεύουσες ενοχές ή παροχές), οι οποίες υπάρχουν προς χάριν των κύριων παροχών και εξυπηρετούν την ομαλή και δίκαιη εκτέλεση της ίδιας της σύμβασης. Έτσι, στην ανωτέρω σύμβαση πώλησης, οι παρεπόμενες υποχρεώσεις του πωλητή έγκεινται στην παράδοση και μεταβίβαση και των παραρτημάτων του πωληθέντος, καθώς και στην παροχή πληροφοριών στον αγοραστή για τις νομικές σχέσεις του πωληθέντος (519ΑΚ), ενώ του αγοραστή αντίστοιχα στην έγκαιρη ενημέρωση του πωλητή για τυχόν ελαττώματα που θα εμφανιστούν στο πράγμα εφόσον επιθυμεί να αποζημιωθεί για αυτές. Ακολούθως, στη σύμβαση μίσθωσης, ο εκμισθωτής βαρύνεται, πέραν της κύριας υποχρέωσής του, και με την υποχρέωση απόδοσης στον μισθωτή των δαπανών που έκανε στο μίσθιο ο τελευταίος (591ΑΚ), ενώ αντίστοιχα και ο μισθωτής, βαρύνεται με την παρεπόμενη υποχρέωση να προβαίνει σε καλή χρήση του μισθίου (592, 594, 599 σε συνδυασμό με το άρθρο 330 ΑΚ) (βλ. ενδεικτικά ΕφΑΘ 2217/73 ΝοΒ 21/1212).
Με τη σύμβαση μπορεί να συνομολογηθούν (παρεπόμενες) υποχρεώσεις των μερών, ρητώς ή σιωπηρώς, με βάση την ελευθερία των συμβάσεων, τα συναλλακτικά ήθη, το έθιμο, καθώς επίσης και το νόμο (ΠολΠρΘεσ 29210/2006), ενώ επίσης και η γενική και διαπνέουσα όλο το φάσμα του δικαίου υποχρέωση κάθε συμβαλλόμενου να λειτουργεί στα πλαίσια της κάθε συμβάσεως εντός των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη (ΑΚ 288) ορθώς θεωρείται πάντα παρεπόμενη υποχρέωση της εκάστοτε σύμβασης (βλ. σχετικά επ’αυτού ενδεικτικά: 6050/2020 ΕφΑθ, 268/2020 ΜΠρΠατρ)1 .
Οι εν λόγω υποχρεώσεις δεν παρουσιάζουν αυτοτέλεια, αλλά γεννιούνται ως παρακολουθήματα (ενισχυτικά, συμπληρωματικά κλπ.) της κύριας υποχρέωσης στην ίδια ενοχική σχέση, είναι δηλαδή παρεπόμενες υποχρεώσεις παροχής, στις οποίες αντιστοιχούν οι παρεπόμενες αξιώσεις του δανειστή, ενώ υπό προϋποθέσεις μπορούν να αποτελέσουν και την κύρια παροχή άλλης ενοχικής σχέσης (Μ.Σταθόπουλος, “Γενικό Ενοχικό Δίκαιο”, 5η έκδ., 2018, σελ. 136-137). Επίσης και οι παρεπόμενες, όπως και οι κύριες υποχρεώσεις, είναι εξαναγκαστές. Δηλαδή ο δανειστής μπορεί να ζητήσει (κατά βάση με το ένδικο μέσο της καταψηφιστικής αγωγής) την εκπλήρωσή τους.
Θα πρέπει ωστόσο να διευκρινιστεί ότι τυχόν πρόσθετες μεν παροχές, οι οποίες ωστόσο απέναντι στην κύρια δεν έχουν παρακολουθηματικό χαρακτήρα, αλλά εξυπηρετούν αυτοτελή σκοπό , θα είναι στην ουσία περαιτέρω (αυτοτελείς) κύριες παροχές, με μειωμένη ίσως μόνο σημασία, δηλαδή απλώς δευτερεύουσες (Μ.Σταθόπουλος, ο.π.).
Με βάση τα ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι σε οποιαδήποτε αμφοτεροβαρή σύμβαση, κατά την εκτέλεση και στα πλαίσια της οποίας, κάποιος εκ των συμβαλλομένων μερών προβεί σε υπαίτια αθέτηση παρεπόμενης υποχρέωσης, δημιουργείται περίπτωση πλημμελούς ή μη προσήκουσας εκπλήρωσης της βαρύνουσας αυτόν παροχής, όπως ακριβώς θα συνέβαινε και για την αθέτηση κύριας υποχρέωσης. Με αποτέλεσμα, όπως γίνεται παγίως δεκτό στη νομική επιστήμη, ο αντισυμβαλλόμενος να δικαιούται στην προκείμενη περίπτωση, κατ` αρχήν αποζημίωση για την ζημιά την οποία υπέστη από την εν λόγω αθέτηση. Η συγκεκριμένη μάλιστα υποχρέωση του υπαίτιου συμβαλλόμενου, πηγάζει, εκπορεύεται και συνδέεται φυσικά από την ίδια τη σύμβαση (η οποία αποτέλεσε και τον καταρχήν δικαιολογητικό και δικαιογόνο λόγο της παρεπόμενης υποχρέωσης σε πρώτο χρόνο), με αποτέλεσμα να θεωρείται ενδοσυμβατική υποχρέωση, χωρίς συνεπώς ο ζημιωθείς να είναι αναγκασμένος να καταφύγει σε εφαρμογή έτερων νομικών βάσεων (όπως λ.χ. αδικοπραξία, αδικαιολόγητο πλουτισμό, προσβολή προσωπικότητας κτλ) για να αποζημιωθεί, αλλά αντίθετα, επί περιπτώσει συρροής περισσότερων εξ αυτών, να διατηρεί ο ίδιος (ως ενάγων) το δικαίωμα να επιλέξει με βάση ποια νομική βάση επιθυμεί να εγείρει τις αξιώσεις του προς αποκατάσταση της βλάβης του.
1 (βλ. σχετικά και το ιδιαίτερα ενδιαφέρον σκεπτικό της 268/2020 ΜΠρΠατρ: «Εξάλλου, η Τράπεζα, κατά την εκπλήρωση των συναφών υποχρεώσεών της, απέναντι στον αντισυμβαλλόμενό της (πελάτη της), όπως απαιτεί η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΚ 288), έχει τις αποκαλούμενες "υποχρεώσεις προνοίας", (εξειδικευόμενες σε μία σειρά παρεπομένων υποχρεώσεών της και ειδικότερα στην υποχρέωση προστασίας των περιουσιακών αγαθών του πελάτη της, ιδίως όταν τα αγαθά αυτά είναι δυνατόν, κατά την εκπλήρωση της παροχής, να τεθούν εν κίνδυνω), επειδή έχει αυξημένη δυνατότητα να επεμβαίνει στην περιουσιακή σφαίρα των πελατών της»)
2 (πχ η επισκευή από τον εργολάβο ήδη υφιστάμενου αποθηκευτικού χώρου παρακείμενου στη νέα οικοδομή που έχει αναλάβει να χτίσει, λόγω της συγκέντρωσης στο σημείο εκείνο του κατάλληλου προσωπικού και εργαλείων)
Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να επικοινωνήσετε με τους συνεργάτες του γραφείου μας.