Ο διορισμός των δημοσίων υπαλλήλων αποτελεί θεμελιώδη πτυχή της οργάνωσης και λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, καθώς συνδέεται άμεσα με την αρχή της αξιοκρατίας και της διαφάνειας που διέπουν το κράτος δικαίου. Η διαδικασία επιλογής και πρόσληψης στο δημόσιο τομέα ρυθμίζεται από ένα αυστηρό θεσμικό πλαίσιο, το οποίο αποσκοπεί στη διασφάλιση ίσων ευκαιριών, στην αποτροπή αυθαιρεσιών και στην αποτελεσματική στελέχωση των υπηρεσιών. Στο πλαίσιο αυτό, η νομοθεσία και η νομολογία έχουν διαμορφώσει ένα σύνολο κανόνων και εγγυήσεων που καθορίζουν τόσο τα προσόντα και τις προϋποθέσεις διορισμού, όσο και τις συνέπειες τυχόν παραβάσεων ή παρατυπιών κατά τη διαδικασία.
Όπως ορίζεται στο άρθρο 8 παρ.1α΄ ν.3528/2007 Υ.Κ., δεν διορίζονται δημόσιοι υπάλληλοι όσοι καταδικάστηκαν για οποιοδήποτε κακούργημα, καθώς και για συγκεκριμένα πλημμελήματα. Επομένως, εφόσον δικαιολογείται λόγος δημοσίου συμφέροντος, δίνεται η δυνατότητα στον νομοθέτη να θέτει ορισμένους περιορισμούς ως προς την διαδικασία πρόσβασης ή εξέλιξης των Ελλήνων πολιτών σε δημόσιες θέσεις. Σκοπός αυτών των περιορισμών είναι να διασφαλιστεί το ηθικό κύρος της δημόσιας διοίκησης, καθώς τα παραπάνω πρόσωπα εφόσον έχουν καταδικαστεί αμετάκλητα είτε για κακούργημα είτε για τα περιορισμένα αριθμούμενα στο νόμο πλημμελήματα, δεν διαθέτουν την απαραίτητη εντιμότητα και ηθική ακεραιότητα έτσι ώστε να αναλάβουν ομαλά την εκτέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι απαρίθμηση των ποινικών αδικημάτων που συνιστούν απόλυτο κώλυμα διορισμού είναι περιοριστική και έτσι δεν είναι δυνατή η επεκτατική εφαρμογή του και σε άλλα ποινικά αδικήματα που δεν περιλαμβάνονται στο άρθρο 8 παρ. 1α ́ του ν. 3528/2007.
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε αρχικώς καταδικάσει την εν λόγω υποψήφια για το αδίκημα της κακουργηματικής υπεξαγωγής εγγράφων από υπάλληλο. Με την δευτεροβάθμια όμως απόφαση, εξαφανίστηκε η πρώτη καταδίκη της για κακούργημα και μετατράπηκε η ποινή της σε πλημμέλημα, καταδικάζοντάς την για το αδίκημα της απλής υπεξαγωγής εγγράφων. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους κλήθηκε να απαντήσει τελικά στο ερώτημα κατά πόσο μπορεί η υποψήφια αυτή, έχοντας καταδικαστεί αμετάκλητα μόνο για το πλημμέλημα της απλής υπεξαγωγής εγγράφων, να διοριστεί για την πλήρωση της θέσης μόνιμου προσωπικού ή όχι λόγω της ύπαρξης του κωλύματος του άρθρο 8 παρ.1 α΄.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την πρόσφατη γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του κράτους 54/2025, είναι δικαίωμα του νομοθέτη να επιβάλλει ορισμένους περιορισμούς ως προς την διαδικασία διορισμού των υπαλλήλων σε δημόσιες θέσεις, εφόσον όμως οι περιορισμοί αυτοί δεν προσκρούουν στο άρθρο 25 του Συντάγματος, δηλαδή στην συνταγματικά καταχωρημένη αρχή την αναλογικότητας. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, θα πρέπει αυτοί να αποτελούν πρόσφορο και αναγκαίο μέσο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, χωρίς το οποίο δεν θα μπορούσε τελικά να επιτευχθεί.
Στην προκειμένη υπόθεση, το Εφετείο έκρινε πως η κατηγορουμένη είναι ένοχη για το αδίκημα της απλής υπεξαγωγής εγγράφων που αποτελεί ένα πλημμέλημα, που δεν περιλαμβάνεται σε αυτά του άρθρου 8 παρ. 1α του Υ.Κ. Επομένως, όπως υποστήριξε η πλειοψηφία της ολομέλειας, η καταδίκη της συγκεκριμένης υποψήφιας για το παραπάνω αδίκημα δεν δημιουργεί κώλυμα διορισμού της στην συγκεκριμένη δημόσια θέση, καθώς κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε αντίθεση με το συνταγματικό δικαίωμα τω Ελλήνων πολιτών να διορίζονται σε δημόσιες υπηρεσίες.
Συμπερασματικά, ο Έλληνας νομοθέτης με το άρθρο 8 παρ. 1α ́ του ν. 3528/2007 θέτει περιορισμούς ως προς την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις, οι οποίοι όμως περιορισμοί είναι συγκεκριμένοι και εφαρμόζονται αποκλειστικά στη περίπτωση καταδίκης των υποψηφίων για τα συγκεκριμένα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο χωρίς επεκτατική εφαρμογή αυτών και σε άλλα ακόμα και αν αυτά είναι εννοιολογικώς συγγενή. Αυτός είναι και ο λόγος που το Νομικό Συμβούλιο του κράτους, με την πρόσφατη γνωμοδότησή του έκρινε τελικά πως το αδίκημα της υπεξαγωγής εγγράφων δεν συνιστά κώλυμα διορισμού στο Δημόσιο.

