Δικηγορικό Γραφείο
Νέος Κ.Ο.Κ: Οδήγηση υπό την επίδραση οινοπνεύματος, φαρμάκων ή τοξικών ουσιών

Με τον Ν. 5209/2025, ο οποίος δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθμόν 100/Α/13-06-2025 ΦΕΚ, καταργήθηκε εξ ολοκλήρου ο προϊσχύσας Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας – κατ’ άρθρο 115 περ. β’ του ν. 5209/2025 – όπως αυτός είχε θεσπιστεί με τον Ν. 2696/1999, και τέθηκε σε ισχύ ο νέος Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας. Μάλιστα, ο νέος Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας τέθηκε, κατ’ αρχήν, σε ισχύ άμα τη δημοσιεύσει του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ), ήτοι από 13-06-2025. Εξαίρεση αποτελούν τα Μέρη Α’ έως Δ’, τα οποία τέθηκαν σε ισχύ 3 μήνες μετά τη δημοσίευση του Νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως – ήτοι στις 13-09-2025 –, εκτός από τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 132, οι οποίες ως προς τις παραβάσεις τους ισχύουν ήδη από τις 13-06-2025.

Η άμεση αυτή θέση σε ισχύ του νέου Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας καταδεικνύει, σε συνδυασμό με την αυστηροποίηση των κυρώσεων που προβλέπει το νέο νομοθέτημα, τη βούληση του Νομοθέτη να μεριμνήσει για τις συμπεριφορές αυτές που συμβάλλουν σημαντικά στην αύξηση του αριθμού τροχαίων ατυχημάτων, καθώς η χώρα μας εξακολουθεί να βρίσκεται πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε τροχαία ατυχήματα. Πρόκειται για ένα τυπικό παράδειγμα διαβαθμισμένης έναρξης ισχύος, όπως συναντάται σε πλείστα ευρωπαϊκά νομοθετήματα, όπου επιδιώκεται άμεσο αποτρεπτικό αποτέλεσμα για συμπεριφορές υψηλού κινδύνου.

Το παρόν άρθρο αναλύει ζητήματα που αφορούν την παράβαση του άρθρου 46 του ν. 5209/2025, ήτοι την οδήγηση υπό την επίδραση οινοπνεύματος, φαρμάκων ή τοξικών ουσιών (επιτρεπόμενα όρια, κυρώσεις, επαπειλούμενες ποινές και έκτιση ή αναστολή εκτέλεσής τους)

Στο νέο άρθρο 46 του ν. 5209/2025, λοιπόν, προβλέπεται η απαγόρευση οδήγησης κάθε οδικού οχήματος από οδηγό, ο οποίος κατά την οδήγηση του οχήματος βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος, τοξικών ουσιών ή φαρμάκων που σύμφωνα με τις οδηγίες χρήσης τους ενδέχεται να επηρεάζουν την ικανότητα του οδηγού. Ο ελεγχόμενος οδηγός θεωρείται ότι βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος όταν το ποσοστό αυτού στον οργανισμό είναι από μηδέν κόμμα πενήντα (0,50) γραμμάρια ανά λίτρο αίματος (0,50 gr./l) και άνω, μετρούμενο με τη μέθοδο της αιμοληψίας, ή από μηδέν κόμμα είκοσι πέντε (0,25) χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα και άνω, όταν η μέτρηση γίνεται στον εκπνεόμενο αέρα με αντίστοιχη συσκευή αλκοολομέτρου. Φυσικά, τα αρμόδια αστυνομικά και λιμενικά όργανα μπορούν κατά περίπτωση να ασκούν έλεγχο για τη διαπίστωση ύπαρξης, στον οργανισμό των οδηγών, οινοπνεύματος, τοξικών ουσιών ή φαρμάκων κατά τα ανωτέρω, οι δε οδηγοί υποχρεούνται να δέχονται τον έλεγχο αυτό.

Σε περίπτωση τροχονομικών ελέγχων στον δρόμο ή τροχαίων ατυχημάτων χωρίς σωματικές βλάβες, ο έλεγχος για τη διαπίστωση ύπαρξης στον οργανισμό οινοπνεύματος γίνεται στον εκπνεόμενο αέρα με αντίστοιχη συσκευή αλκοολομέτρου, για τη διαπίστωση δε της ύπαρξης τοξικών ουσιών ή φαρμάκων γίνεται με τη χρησιμοποίηση κάθε κατάλληλου επιστημονικού μέσου. Η διαπίστωση του ποσοστού συγκέντρωσης οινοπνεύματος σε ατύχημα πεζού, διαπιστώνεται με τον ίδιο τρόπο. Σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος με σωματικές βλάβες, ο έλεγχος για τη διαπίστωση ύπαρξης στον οργανισμό οινοπνεύματος γίνεται είτε στον εκπνεόμενο αέρα με αντίστοιχη συσκευή αλκοολομέτρων, είτε με αιμοληψία. Ο έλεγχος για τη διαπίστωση ύπαρξης στον οργανισμό τοξικών ουσιών ή φαρμάκων γίνεται με τη χρήση κάθε επιστημονικά ενδεδειγμένου τρόπου. Ενώ, τελος, σε περίπτωση θανατηφόρου τροχαίου ατυχήματος, ο έλεγχος για τη διαπίστωση ύπαρξης στον οργανισμό οινοπνεύματος, τοξικών ουσιών ή φαρμάκων, γίνεται υποχρεωτικά με αιμοληψία από τα θανόντα πρόσωπα, καθώς και από τους ζώντες, εκτός και αν για τους τελευταίους ειδικοί παθολογικοί λόγοι δεν το επιτρέπουν, οπότε στην περίπτωση αυτή η μέτρηση γίνεται, για μεν το οινόπνευμα στον εκπνεόμενο αέρα με τη συσκευή αλκοολομέτρου, για δε τις τοξικές ουσίες και φάρμακα με τη λήψη ούρων ή άλλο πρόσφορο μέσο. Για την ύπαρξη ή μη των προβαλλόμενων αυτών ειδικών παθολογικών λόγων χρειάζεται ιατρική πιστοποίηση από δημόσιο νοσοκομείο.

Με την επιφύλαξη της ύπαρξης ειδικών παθολογικών λόγων, οι οποίοι να πιστοποιούνται από δημόσιο νοσοκομείο, όποιος αρνείται να υποβληθεί σε έλεγχο για τη διαπίστωση της ύπαρξης στον οργανισμό του οινοπνεύματος, είτε δια αιμοληψίας είτε με τη χρήση συσκευής αλκοολομέτρου, τεκμαίρεται ότι η συγκέντρωση οινοπνεύματος στο αίμα του είναι άνω του ενός κόμμα δέκα γραμμαρίου ανά λίτρο (1,10 gr/l) σύμφωνα με τη μέθοδο της αιμοληψίας. Όποιος αρνείται να υποβληθεί σε έλεγχο για τη διαπίστωση της ύπαρξης τοξικών ουσιών ή φαρμάκων στον οργανισμό, τεκμαίρεται ότι βρίσκεται υπό την επίδραση τοξικών ουσιών ή φαρμάκων που σύμφωνα με τις οδηγίες τους ενδέχεται να επηρεάζουν την ικανότητα οδήγησης. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ήτοι στην περίπτωση κατάληψης οδηγού που οδηγεί υπό την επίδραση τοξικών ουσιών ή φαρμάκων, που σύμφωνα με τις οδηγίες τους ενδέχεται να επηρεάζουν την ικανότητα οδήγησης, αυτός τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) μηνών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον διακοσίων (200) ευρώ και με αφαίρεση της άδειας ικανότητας οδηγού για χρονικό διάστημα τριών (3) μέχρι έξι (6) μηνών, η οποία επιβάλλεται υποχρεωτικά από το δικαστήριο.

Ως προς την κατάληψη οδηγού που οδηγεί υπό την επίδραση οινοπνεύματος, οι ποινές κατατάσσονται ως εξής:

  • Εάν η συγκέντρωση οινοπνεύματος στο αίμα κυμαίνεται από μηδέν κόμμα πενήντα γραμμάρια ανά λίτρο (0,50 g/l) έως μηδέν κόμμα ογδόντα γραμμάρια ανά λίτρο (0,80 g/l), μετρούμενη με τη μέθοδο της αιμοληψίας ή από μηδέν κόμμα είκοσι πέντε (0,25) έως μηδέν κόμμα σαράντα (0,40) χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα, όταν η μέτρηση γίνεται στον εκπνεόμενο αέρα με αντίστοιχη συσκευή αλκοολομέτρου, τότε η άδεια οδήγησης επιστρέφεται μετά την παρέλευση του χρονικού διαστήματος αφαίρεσης, μόνο με την προσκόμιση του αποδεικτικού καταβολής του διοικητικού προστίμου.
  • Εάν η συγκέντρωση οινοπνεύματος στο αίμα είναι άνω του μηδέν κόμμα ογδόντα γραμμάρια ανά λίτρο (0,80 g/l) και μέχρι ενός κόμμα δέκα γραμμαρίων ανά λίτρο (1,10g/l), μετρούμενη με τη μέθοδο της αιμοληψίας ή άνω των μηδέν κόμμα σαράντα (0,40) έως μηδέν κόμμα εξήντα (0,60) χιλιοστών του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα, όταν η μέτρηση γίνεται στον εκπνεόμενο αέρα με αντίστοιχη συσκευή αλκοολομέτρου, τότε στον παραβάτη επιβάλλονται διοικητικό πρόστιμο επτακοσίων (700) ευρώ και η επιτόπου αφαίρεση της άδειας οδήγησης για ενενήντα (90) ημέρες, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία του άρθρου 106 του οικείου νόμου περί επιβολής διοικητικών μέτρων. Στην περίπτωση αυτή η άδεια οδήγησης επιστρέφεται μετά την παρέλευση του χρονικού διαστήματος αφαίρεσης, μόνο με την προσκόμιση του αποδεικτικού καταβολής του διοικητικού προστίμου.
  • Εάν η συγκέντρωση οινοπνεύματος στο αίμα είναι άνω του ενός κόμμα δέκα γραμμαρίων ανά λίτρο (1,10g/l), μετρούμενη με τη μέθοδο της αιμοληψίας ή άνω των μηδέν κόμμα εξήντα (0,60) χιλιοστών του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα, όταν η μέτρηση γίνεται στον εκπνεόμενο αέρα με αντίστοιχη συσκευή αλκοολομέτρου, τότε ο παραβάτης τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) μηνών, διοικητικό πρόστιμο χιλίων διακοσίων (1.200,00) ευρώ και αφαίρεση, επί τόπου, της άδειας οδήγησης και των στοιχείων κυκλοφορίας για εκατόν ογδόντα (180) ημέρες, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία του άρθρου 106 του οικείου νόμου. Στην περίπτωση αυτή, η άδεια οδήγησης επιστρέφεται μετά την παρέλευση έξι (6) μηνών, μόνο με την προσκόμιση αποδεικτικού καταβολής του διοικητικού προστίμου. Παράλληλα και ανεξάρτητα από τις ποινικές και λοιπές κυρώσεις που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές, η εν λόγω παράβαση τιμωρείται και με την ποινή της αφαίρεσης των στοιχείων κυκλοφορίας του οχήματος για χρονικό διάστημα από δέκα (10) ημέρες έως έξι (6) μήνες, η οποία επιβάλλεται από το δικαστήριο.
  • Στις ανωτέρω περιπτώσεις, το όχημα ακινητοποιείται υποχρεωτικά και φυλάσσεται, σύμφωνα με το άρθρο 50 του οικείου νόμου, περί ακινητοποίησης οχήματος, και τις, κατ` εξουσιοδότηση αυτού, εκδιδόμενες αποφάσεις. Ο έλεγχος και η βεβαίωση των ανωτέρω παραβάσεων γίνονται από συνεργείο δύο (2) τουλάχιστον αστυνομικών ή λιμενικών, εκ των οποίων ο ένας είναι ανακριτικός υπάλληλος.

Τέλος, ως προς την έκτιση και την αναστολή εκτέλεσης των ανωτέρω ποινών, σύμφωνα με το άρθρο 99 ΠΚ, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τον ν. 5090/2024 και ισχύει σήμερα, ισχύουν τα εξής: κατά την παράγραφό 1 αυτού, το δικαστήριο μετά την επιβολή ποινής, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου, δύναται να μετατρέψει την ποινή σε χρηματική ή σε κοινωφελή εργασία. Σε περίπτωση, όμως, μη συνδρομής των προϋποθέσεων που ορίζει ο νόμος για τη μετατροπή της ποινής, το δικαστήριο διατάσσει την πραγματική έκτιση μέρους της ποινής, σύμφωνα με την παρ. 5, ή ολόκληρης της ποινής.  Αν ωστόσο, κάποιος που δεν έχει στο παρελθόν καταδικαστεί αμετάκλητα με μία ή περισσότερες αποφάσεις σε στερητική της ελευθερίας ποινή άνω του ενός έτους, καταδικαστεί σε ποινή που δεν υπερβαίνει το ένα έτος, το δικαστήριο με την απόφασή του μπορεί να διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα και ανώτερο από τρία έτη, αν κρίνει αιτιολογημένα πως η εκτέλεση της ποινής δεν είναι αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων.

Ο χρόνος της αναστολής δεν μπορεί να είναι βραχύτερος από τη διάρκεια της ποινής, και αρχίζει από τότε που η απόφαση η οποία την χορηγεί καθίσταται εκτελεστή. Παράλληλα, κατά την παράγραφο 5 του ιδίου άρθρου αν κάποιος καταδικαστεί σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο, εφόσον η μετατροπή της ποινής σε χρηματική ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας δεν επιτρέπεται με βάση το ύψος της ποινής ή κρίνει πως δεν είναι επαρκής για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων και ότι για τον σκοπό αυτόν είναι αναγκαία η έκτιση μέρους της στερητικής της ελευθερίας ποινής, μπορεί να διατάξει την πραγματική εκτέλεση του μέρους αυτού, η διάρκεια του οποίου δεν μπορεί να είναι κατώτερη των τριάντα ημερών, ούτε ανώτερη των έξι μηνών και την αναστολή εκτέλεσης του υπολοίπου, πέραν των περιπτώσεων της παρ. 1 (βλ. ανωτέρω). Στην περίπτωση αυτή αποκλείεται η εφαρμογή του άρθρου 105Β ΠΚ. Ο χρόνος αναστολής για το αναστελλόμενο μέρος της ποινής αρχίζει μετά από την ολοκλήρωση της έκτισης του μέρους της ποινής που δεν ανεστάλη.

*Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά  νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδια/ιο δικηγόρο του συγκεκριμένου τμήματος του γραφείου μας που εξειδικεύεται στον ειδικό τομέα δικαίου, αφού προηγουμένως λάβει υπόψη του/της το σύνολο των δεδομένων που θα εκτεθούν και θα μελετηθούν  για την υπόθεσή σας.


 Μη χάνετε την έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωσή σας. Ακολουθήστε μας τώρα στα Google News