Κατά το άρθρο 1439 παρ. 1 ΑΚ, κάθε ένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά από λόγο που αφορά στο πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσεως, να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα. Με την διάταξη αυτή καθιερώνεται ως λόγος διαζυγίου ο αντικειμενικός κλονισμός της έγγαμης σχέσεως, χωρίς να απαιτείται το στοιχείο της υπαιτιότητος για να δύναται να ζητηθεί το διαζύγιο. Έτσι, ο ενάγων, για τη θεμελίωση και παραδοχή της αγωγής του, θα πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι ο γάμος έχει κλονισθεί από ορισμένα γεγονότα που αναφέρονται στο πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων με την έννοια της υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στα αντικειμενικώς πρόσφορα κλονιστικά της έγγαμης σχέσεως γεγονότα και στο πρόσωπο του εναγομένου συζύγου του ή και των δύο και ότι ο κλονισμός είναι τόσο ισχυρός, ώστε βασίμως η εξακολούθηση της συμβιώσεως έχει καταστεί γι’ αυτόν αφόρητη.
Αν το κλονιστικό γεγονός αφορά και τους δύο συζύγους, το προς διάζευξη δικαίωμα γεννάται, ανεξαρτήτως από το ποιον από τους δύο βαρύνει περισσότερο η ύπαρξη του και από το αν υπάρχει υπαιτιότητα στο πρόσωπο του ενός μόνον. Αν όμως το κλονιστικό γεγονός συνδέεται αποκλειστικώς με το πρόσωπο του ενάγοντος, δεν γεννάται υπέρ αυτού δικαίωμα διαζεύξεως με βάση την ως άνω διάταξη του άρθρου 1439 παρ. 1 ΑΚ. Το ότι για την λύση του γάμου είναι πλέον αδιάφορο αν ο κλονισμός οφείλεται σε υπαίτιο ή ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός σημαίνει, ότι στην δίκη του διαζυγίου δεν δικαιολογείται σε καμία πλευρά έννομο συμφέρον για την έρευνα της υπαιτιότητας, το δε δεδικασμένο της διαπλαστικής απόφασης του διαζυγίου δεν εκτείνεται σε ζητήματα υπαιτιότητας σε καμία περίπτωση, ούτε και στην δίκη διατροφής μετά το διαζύγιο, όπως προβλέπει το άρθρο 1442 ΑΚ, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 1444 παρ. 1 ΑΚ. Αντικείμενο, άλλωστε, της δίκςη διαζυγίου είναι όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου διαζυγίου που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό αποτέλεσμα της λύσεως του γάμου.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, αν ασκηθούν δύο αντίθετες αγωγές διαζυγίου, για ισχυρό κλονισμό από λόγο που αφορά στο πρόσωπο του άλλου συζύγου ή για διετή διάσταση και το δικαστήριο της ουσίας δέχτηκε και τις δύο, τότε ενόψει του, κατά τα προεκτεθέντα, αντικειμένου της δίκης περί διαζυγίου και του δεδικασμένου που παράγεται από την απόφαση αυτή, κάθε ένας από τους συζύγους θεωρείται ότι νίκησε, διότι με την παραδοχή και των δύο αγωγών επήλθε η έννομη συνέπεια που αμφότεροι οι διάδικοι επεδίωκαν με το αίτημα των αγωγών τους. Το γεγονός, δε, ότι η απόφαση εμπεριέχει δυσμενείς για τον έναν αιτιολογίες, δέχεται δηλαδή ότι ο κλονισμός της έγγαμης σχέσης αφορά και το πρόσωπό του, δεν ασκεί καμία δυσμενή επιρροή στις έννομες σχέσεις του, αφού από τις αιτιολογίες αυτές, που δεν έχουν προσόντα διατακτικού, δεν ιδρύεται δεδικασμένο για ζητήματα υπαιτιότητας, το οποίο μπορεί να χρησιμεύει κατά τα προεκτεθέντα, σε άλλη δίκη.
Συνεπώς, κανένας από τους διαδίκους συζύγους δεν έχει στην περίπτωση αυτή έννομο συμφέρον να ασκήσει αναλόγως, είτε κατ’ άρθρο 516 παρ. 2 ΚΠολΔ έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, είτε κατ’ άρθρο 556 παρ. 2 ΚΠολΔ το ένδικο μέσο της αναίρεσης κατά της τελεσίδικης αποφάσεως. Κατά μείζονα, δε, λόγο έννομο συμφέρον δεν υφίσταται σε περίπτωση άσκησης ένδικου μέσου από τον ένα μόνο διάδικο κατά της πρωτόδικης απόφασης και δη κατά το μέρος που δέχθηκε την αγωγή του αντιδίκου συζύγου του, διότι με την παραδοχή της δικής του αγωγής (του ασκήσαντος το ένδικο μέσο διαδίκου) επήλθε, λόγω του αμετακλήτου της αποφάσεως ως προς την αγωγή του αυτή το διαπλαστικό αποτέλεσμα της λύσης του γάμου και δεν υπάρχει πλέον ένδικο αντικείμενο!

