Η χρήση συστημάτων βιντεοεπιτήρησης σε ιδιωτικούς και κοινόχρηστους χώρους έχει αναδειχθεί σε κρίσιμο ζήτημα νομικής και κοινωνικής σημασίας, ιδίως υπό το πρίσμα της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ο Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων (Κανονισμός ΕΕ 2016/679 – ΓΚΠΔ), ο οποίος ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τον Ν. 4624/2019, ρυθμίζει αυστηρά τις συνθήκες υπό τις οποίες είναι επιτρεπτή η καταγραφή και η επεξεργασία εικόνας φυσικών προσώπων μέσω τέτοιων μέσων.
Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του ΓΚΠΔ, δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θεωρούνται «κάθε πληροφορία που αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο». Επομένως, το οπτικό υλικό που συλλέγεται από κάμερες, όταν επιτρέπει την αναγνώριση προσώπων (άμεση ή έμμεση ταυτοποίησή, είτε από την εμφάνιση, είτε από άλλα χαρακτηριστικά), αποτελεί προσωπικό δεδομένο. Η αποθήκευση τέτοιου υλικού, ιδίως όταν πρόκειται για συνεχή ροή και καταγραφή, συνιστά αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Ο ΓΚΠΔ προβλέπει εξαιρέσεις για την επεξεργασία δεδομένων όταν αυτή γίνεται από φυσικό πρόσωπο αποκλειστικά στο πλαίσιο προσωπικής ή οικιακής δραστηριότητας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 παρ. 2 γ'. Αυτό, όμως, ισχύει μόνο εφόσον το σύστημα βιντεοεπιτήρησης καλύπτει αποκλειστικά ιδιωτικούς χώρους και δεν επεκτείνεται σε κοινόχρηστους χώρους, εισόδους άλλων διαμερισμάτων ή δημόσιες οδούς. Εάν οι κάμερες καλύπτουν τμήματα του χώρου που δεν ανήκουν στον εγκαταστάτη, τότε παύει να υφίσταται το ιδιωτικό – οικιακό πλαίσιο, και υπεισέρχεται η πλήρης εφαρμογή του ΓΚΠΔ και της σχετικής νομοθεσίας.
Η προστασία της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων κατοχυρώνεται ρητά από το Σύνταγμα (άρθρα 9 και 9Α), την ΕΣΔΑ (άρθρα 7 και 8) και τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (άρθρα 7 και 8). Συνεπώς, η καταγραφή εικόνας χωρίς την ύπαρξη σαφούς νομικής βάσης και χωρίς την τήρηση των θεμελιωδών αρχών επεξεργασίας (όπως αναγκαιότητα, αναλογικότητα, διαφάνεια, περιορισμός σκοπού και ελαχιστοποίηση) καθιστά τη βιντεοεπιτήρηση παράνομη.
Για να είναι νόμιμη η λειτουργία ενός τέτοιου συστήματος, πρέπει να υπάρχει μία από τις ρητά καθορισμένες νομικές βάσεις του άρθρου 6 παρ. 1 του ΓΚΠΔ. Αυτές περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη συγκατάθεση του υποκειμένου, την εκπλήρωση νομικής υποχρέωσης, την προστασία ζωτικών συμφερόντων ή την εξυπηρέτηση έννομου συμφέροντος, το οποίο όμως δεν μπορεί να υπερισχύει των δικαιωμάτων του υποκειμένου. Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμα και αν υπάρχει έννομο συμφέρον (όπως π.χ. η προστασία της περιουσίας), αυτό δεν αρκεί από μόνο του αν δεν τηρούνται οι λοιπές αρχές του άρθρου 5 του ΓΚΠΔ. Κάθε παραβίαση αυτών των αρχών καθιστά αυτοτελώς παράνομη την επεξεργασία, ακόμα κι αν υφίσταται νόμιμος σκοπός.
Η συγκατάθεση, την οποία πολλοί προκρίνουν ως λύση, για να θεωρηθεί έγκυρη, πρέπει να παρέχεται με σαφή, ελεύθερη, ρητή και ενημερωμένη πράξη, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 11 και το άρθρο 7 του ΓΚΠΔ. Η σιωπή ή η αδράνεια δεν αρκούν. Ακόμη, η συγκατάθεση δεν μπορεί να υποκαταστήσει τις υπόλοιπες θεμελιώδεις αρχές επεξεργασίας, ούτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί προσχηματικά όταν δεν πληρούνται οι λοιπές νομικές βάσεις.
Το πρόσωπο που εγκαθιστά την κάμερα είναι υπεύθυνο επεξεργασίας και φέρει το βάρος της απόδειξης ότι τηρεί όλες τις προϋποθέσεις της νομοθεσίας. Αυτό σημαίνει όχι μόνο να έχει ορίσει σαφή νομική βάση, αλλά και να έχει ενημερώσει δεόντως τα υποκείμενα των δεδομένων, σύμφωνα με τα άρθρα 13 και 14 του ΓΚΠΔ. Επιπλέον, πριν από την εγκατάσταση της κάμερας, οφείλει να έχει εξετάσει εάν η χρήση της είναι αναγκαία και αναλογική σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει, καθώς και αν θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός με πιο ήπια μέσα.
Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ) έχει εκδώσει ειδική Οδηγία (1/2011) και γνωμοδοτήσεις που διευκρινίζουν πότε η βιντεοεπιτήρηση είναι σύννομη. Συγκεκριμένα στις περιπτώσεις τοποθέτησης κάμερας σε κοινόχρηστους χώρους ή σε πολυκατοικίες, απαιτείται η προηγούμενη συγκατάθεση των ενοίκων των επηρεαζόμενων διαμερισμάτων, ειδικά όταν η κάμερα καταγράφει εισόδους ή χώρους που χρησιμοποιούνται από τρίτους. Αν δεν είναι εφικτή η πλήρης συναίνεση, τότε εφαρμόζεται το άρθρο 15 παρ. 1 της Οδηγίας 1/2011, το οποίο προβλέπει την απαιτούμενη πλειοψηφία των 2/3 των ενοίκων του ορόφου.
Εξίσου σημαντικό είναι και το ζήτημα της ενημέρωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 12 της ίδιας Οδηγίας, πριν κάποιος εισέλθει σε χώρο που παρακολουθείται από κάμερα, πρέπει να υπάρχει ευδιάκριτη και κατανοητή σήμανση με πληροφορίες για την επεξεργασία των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας, τον σκοπό και τα στοιχεία επικοινωνίας για την άσκηση των σχετικών δικαιωμάτων.
Συμπερασματικά η χρήση συστημάτων βιντεοεπιτήρησης, ιδίως όταν καταγράφουν εικόνες προσώπων σε ιδιωτικούς ή κοινόχρηστους χώρους, δεν είναι από μόνη της παράνομη, αλλά υπόκειται σε αυστηρές προϋποθέσεις που θέτει ο Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων (ΓΚΠΔ). Για να είναι νόμιμη, πρέπει να βασίζεται σε σαφή και θεμιτή νομική βάση, να τηρεί τις θεμελιώδεις αρχές επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων (αναγκαιότητα, αναλογικότητα, διαφάνεια, ελαχιστοποίηση κ.ά.) και να συνοδεύεται από κατάλληλη ενημέρωση των υποκειμένων. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται όταν η καταγραφή επεκτείνεται σε κοινόχρηστους ή δημόσιους χώρους, όπου απαιτείται συναίνεση ή πλειοψηφία, και απαγορεύεται όταν προσβάλλεται υπέρμετρα η ιδιωτικότητα τρίτων. Ο εγκαταστάτης της κάμερας φέρει την ευθύνη συμμόρφωσης και απόδειξης της νομιμότητας της επεξεργασίας. Συνεπώς, η βιντεοεπιτήρηση μπορεί να είναι νόμιμη μόνο εφόσον τηρείται αυστηρά το νομικό πλαίσιο που τη διέπει, αποφεύγοντας προσχηματικές ή καταχρηστικές πρακτικές, άλλως αυτή συνιστά παράνομη επεξεργασία, εκθέτοντας τον υπεύθυνο όχι μόνο σε αστικές ή διοικητικές κυρώσεις από την ΑΠΔΠΧ, αλλά και σε ενδεχόμενες αγωγές για προσβολή της προσωπικότητας.
*Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδια/ιο δικηγόρο του συγκεκριμένου τμήματος του γραφείου μας που εξειδικεύεται στον ειδικό τομέα δικαίου, αφού προηγουμένως λάβει υπόψη του/της το σύνολο των δεδομένων που θα εκτεθούν και θα μελετηθούν για την υπόθεσή σας.