Δικηγορικό Γραφείο
Η ανατροπή αναγκαστικής κατάσχεσης κατ'άρθρο 1019 Κ.ΠΟΛ.Δ.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1019 § 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 49 § 4 ν. 5134/2024, η κατάσχεση, εφόσον δεν ακολούθησε πλειστηριασμός μέσα σε ένα έτος αφότου επιβλήθηκε ή αναπλειστηριασμός μέσα σε έξι μήνες από τον πλειστηριασμό, ανατρέπεται, αν το ζητήσει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ.

Το δικαστήριο που διατάσσει την ανατροπή, ερευνά μόνο την ύπαρξη των προϋποθέσεων του Νόμου, και εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση της παρέλευσης του νόμιμου χρόνου, είναι υποχρεωμένο να τη διατάξει (βλ. ΑΠ 1531/1995 ΕλλΔνη 1997. 1548). Το δικαστήριο γνωστοποιεί χωρίς υπαίτια καθυστέρηση την απόφαση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, που οφείλει να σταματήσει κάθε παραπέρα ενέργεια και να ζητήσει να εγγράφει σχετική σημείωση στο βιβλίο κατασχέσεων. Η ανατροπή λογίζεται ότι έχει επέλθει ως προς όλους αφότου δημοσιευτεί η απόφαση.

Με τη διάταξη του άρθρου 1019 § 1 ΚΠολΔ, εισάγεται ο θεσμός της ανατροπής της κατάσχεσης, εφόσον ο πλειστηριασμός δεν γίνει μέσα στο καθοριζόμενο απ’ αυτήν χρονικό διάστημα. Η ανατροπή της κατάσχεσης δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αλλά απαγγέλλεται με δικαστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου της εκτέλεσης, το οποίο δικάζει με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. του ΚΠολΔ, μετά από αίτηση αυτού που έχει έννομο συμφέρον. Άμεση συνέπεια της εκδιδόμενης απόφασης, που έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, είναι η κατάργηση της εκτελεστικής διαδικασίας και η ακυρότητα των περαιτέρω διαδικαστικών πράξεων και του πλειστηριασμού, ο οποίος, εάν τυχόν γίνει, πάσχει δικονομικώς, εφόσον έγινε σε χρόνο που δεν υπήρχε πλέον η κατάσχεση.

Η προθεσμία του άρθρου 1019 § 1 ΚΠολΔ αρχίζει να τρέχει από την επόμενη ημέρα της κατάσχεσης.

Σκοπός του θεσμού της ανατροπής που εισάγεται με τη διάταξη αυτή, είναι η επίσπευση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης και η αποφυγή μακροχρόνιας δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Όταν βραδύνει η διεξαγωγή του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού, το συμφέρον του οφειλέτη αλλά και η αρχή της οικονομικής αξιοποίησης των αγαθών, που διατρέχει το Δίκαιο, επιβάλλουν την αποδέσμευση του αντικειμένου της κατάσχεσης και την επανένταξή του στον κύκλο των συναλλαγών (ΑΠ 1508/2018 www.areiospagos.gr).

Περαιτέρω, με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 1019 ΚΠολΔ εισάγονται εξαιρέσεις από το γενικό κανόνα της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου και σύμφωνα με αυτές, στις προθεσμίες της παραγράφου 1 δεν υπολογίζονται: α) το χρονικό διάστημα από την έκδοση της απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 966 παρ. 3 και 4 ΚΠολΔ μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού, που ορίσθηκε σύμφωνα με αυτήν, β) ο χρόνος αναστολής εκτέλεσης, που χορηγήθηκε με δικαστική απόφαση ή επήλθε με κοινή συναίνεση επισπεύδοντος και οφειλέτη και πιστοποιείται με συμβολαιογραφική πράξη, ενώ στην περίπτωση που η αναστολή έχει χορηγηθεί υπό όρους, δεν αφαιρείται το χρονικό διάστημα, που ακολούθησε την παράβαση του όρου της αναστολής (ΕιρΚρωπ 1/2012 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕιρΑΘ 972/1976 Δίκη 1976. 453), καθώς και γ) ο χρόνος από 1 ως 31 Αυγούστου. Οι ανωτέρω περιπτώσεις αποτελούν εξαίρεση του γενικού κανόνα των προθεσμιών της § 1 του άρθρου 1019 ΚΠολΔ, πλην όμως, από την διατύπωση της διάταξης, στην οποία δεν γίνεται χρήση του στερητικού μορίου «μόνο», δεν προκύπτει ο περιοριστικός χαρακτήρας των περιπτώσεων αυτών. Η δε εξαιρετική φύση και η περιοριστική απαρίθμηση των περιπτώσεων του άρθρου 1019 § 2 ΚΠολΔ δεν εμποδίζουν την αναλογία, καθ’ όσον ο σκοπός της καθιέρωσης των εξαιρέσεων του άρθρου αυτού, δηλαδή η αφαίρεση του χρόνου της παρεμπόδισης της προόδου της εκτελεστικής διαδικασίας, συντρέχει και σε άλλες περιπτώσεις.

Επομένως, χωρεί ανάλογη εφαρμογή της διάταξης αυτής και σε άλλες περιπτώσεις, που ο δανειστής βρίσκεται σε αδυναμία (νομική ή πραγματική) συνέχισης της εκτέλεσης, για να καλυφθούν κενά (ΜΠρΑθ [ασφ.μ.] 807/2020 ΕπΑκ 2020. 611, Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, Ερμηνευτική-νομολογιακή ανάλυση, άρθρο 1019 αριθ. 14, βλ. και ΕιρΑΘ [ασφ.μ.] 625/2023 ΕπΑκ 2024. 131, Ειρίστιαίας [ασφ.μ.] 40/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, με περαιτέρω παραπομπές σε ΕιρΑΘ 471/1990 Δίκη 1990. 433, ΕιρΑΘ 756/1986 ΝοΒ 1986. 903, ΕιρΚρωπ 1/2012 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕιρΧρυσουπ 5/1995 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεσις, β' έκδοση, σ. 2193).

Έτσι, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, πέραν των ρητώς προβλεπόμενων στην § 2 του άρθρου 1019 ΚΠολΔ περιπτώσεων, θα πρέπει η διάταξη αυτή να εφαρμόζεται αναλογικώς και σε άλλες περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο δανειστής βρίσκεται σε νομική ή πραγματική αδυναμία συνέχισης της εκτελεστικής διαδικασίας, διότι ο νομοθέτης, κατά τη θέσπιση της § 2 του άρθρου 1019 ΚΠολΔ, θέλησε να μη συνυπολογίζονται στις παραπάνω προθεσμίες εκείνα τα χρονικά διαστήματα απροσδιόριστης χρονικής διάρκειας, κατά τα οποία εκ του νόμου παρεμποδίζεται και αδρανεί η εκκρεμής διαδικασία του πλειστηριασμού. Έτσι, μεταξύ άλλων, δεν υπολογίζονται και αφαιρούνται από τις προθεσμίες του έτους και των 6 μηνών του άρθρου 1019 § 1 ΚΠολΔ και τα διαστήματα, κατά τα οποία ο δανειστής εμποδιζόταν να συνεχίσει την εκτέλεση για λόγους μη οφειλόμενους σε δική του αδράνεια, όπως ιδίως όταν αυτό επιβάλλεται από νομικούς λόγους ή σε περίπτωση νομοθετικής πρόβλεψης αναστολής πλειστηριασμών ή το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ανεστάλησαν νομοθετικά οι πλειστηριασμοί λόγω διενέργειας εκλογών.

*Επισημαίνεται ότι το ανωτέρω κείμενο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες. Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά νομική συμβουλή. Μία τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατόν να παρασχεθεί μόνο από αρμόδια/ιο δικηγόρο του συγκεκριμένου τμήματος του γραφείου μας που εξειδικεύεται στον ειδικό τομέα δικαίου, αφού προηγουμένως λάβει υπόψη του/της το σύνολο των δεδομένων που θα εκτεθούν και θα μελετηθούν για την υπόθεσή σας.


 Μη χάνετε την έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωσή σας. Ακολουθήστε μας τώρα στα Google News