Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 939, 941, 943 ΑΚ συνάγεται ότι οι δανειστές έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν τη διάρρηξη κάθε απαλλοτριώσεως που έγινε από τον οφειλέτη, προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία δεν αρκεί για την ικανοποίηση τους. Προϋποθέσεις δε προστασίας των δανειστών είναι:
1) απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη γεννημένη κατά τον χρόνο που ο τελευταίος επιχειρεί την απαλλοτρίωση,
2) απαλλοτρίωση από τον οφειλέτη περιουσιακού στοιχείου του,
3) πρόθεση βλάβης των δανειστών, η οποία θεωρείται ότι υπάρχει, όταν αυτός (οφειλέτης) γνωρίζει ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση ώστε η περιουσία που του απομένει να μην αρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών, αφού στην περίπτωση αυτή είναι προφανές ότι ο οφειλέτης γνωρίζει ότι συνέπεια της πράξεως του είναι η βλάβη των δανειστών, την οποία αποδέχεται,
4) βλάβη των δανειστών, δηλαδή ελάττωση της περιουσίας του οφειλέτη σε τέτοιο βαθμό, ώστε η υπόλοιπη περιουσία του να μην αρκεί προς ικανοποίηση των δανειστών. Η αφερεγγυότητα δε αυτή του οφειλέτη που είναι ένα από τα στοιχεία της βάσεως της περί διαρρήξεως αγωγής, πρέπει να υπάρχει κατά τον χρόνο εγέρσεως της αγωγής, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης των δανειστών, η οποία υπάρχει μόνο όταν ο οφειλέτης είναι κατά το χρόνο αυτό αφερέγγυος, και
5) γνώση του τρίτου, προς τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση, ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών, η οποία γνώση τεκμαίρεται, όταν ο τρίτος είναι κατά την απαλλοτρίωση σύζυγος ή συγγενής σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό ή από αγχιστεία έως το δεύτερο, το οποίο τεκμήριο δεν ισχύει αν πέρασε ένα έτος από την απαλλοτρίωση έως την έγερση της διαρρήξεως αγωγής, ενώ η ανωτέρω γνώση δεν απαιτείται αν η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία. Η γνώση του τρίτου, ως προϋπόθεση της διάρρηξης κάθε απαλλοτρίωσης που είναι επαχθής, πρέπει να υπάρχει κατά τον χρόνο της απαλλοτρίωσης, ενώ η μεταγενέστερη γνώση είναι χωρίς έννομη επιρροή. Ο τρίτος, δηλαδή, πρέπει να γνωρίζει ό,τι και ο οφειλέτης, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ο δόλος του, και επιπλέον τον δόλο του οφειλέτη, ήτοι την πρόθεσή του να βλάψει τους δανειστές του. Πέραν αυτών δεν απαιτείται συνεννόηση οφειλέτη και τρίτου προς βλάβη των δανειστών.
Ήτοι δεν απαιτείται αυτοτελής πρόθεση του τρίτου να βλάψει τους δανειστές του οφειλέτη ούτε συμπαιγνία ανάμεσα στον οφειλέτη και στον τρίτο προς βλάβη των δανειστών του οφειλέτη. Αν η απαλλοτρίωση έγινε με δυσανάλογο μικρό αντάλλαγμα, θα πρόκειται για μεικτή δωρεά, οπότε θα ισχύσει για το χαριστικό τμήμα της η διάταξη του άρθρου 942 του ΑΚ, ενώ για το επαχθές τμήμα της το άρθρο 941 του ΑΚ (ΑΠ 1300/2019 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 765/2014 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1092/2013 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1798/2007 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 858/2002 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, έκδοση 2002, τόμος Ι, παρ.117, σελ.718 επ.).
Επίσης, από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων του ΑΚ προς εκείνες των άρθρων 111 παρ. 2, 118, 216 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, το δικόγραφο της αγωγής με την οποία ζητείται η εκ μέρους του δανειστή διάρρηξη, ως καταδολιευτικής, κάθε απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας του οφειλέτη του πρέπει, για την πληρότητά του, να διαλαμβάνει την εξιστόρηση του γεγενημένου (των δημιουργικών στοιχείων) της απαιτήσεως κατά τον χρόνο συντελέσεως της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας και το ληξιπρόθεσμο αυτής κατά τον χρόνο της συζητήσεως της αγωγής, τον προσδιορισμό του ύψους της απαιτήσεως του δανειστή και της αξίας του απαλλοτριωθέντος περιουσιακού αντικειμένου κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής, διότι η διάρρηξη δεν είναι αναγκαίως ολική, αλλά επέρχεται κατά το μέρος που ζημιώνεται ο δανειστής, ούτως ώστε αν το απαλλοτριωθέν έχει μεγαλύτερη αξία από το ύψος της απαιτήσεως του δανειστή, η διάρρηξη να είναι μερική και να εκφράζεται σε ποσοστό αντίστοιχο προς την αξία της απαιτήσεως του δανειστή σε σχέση προς την αξία του απαλλοτριωθέντος. Είναι δε ορισμένη η αγωγή, όταν με το δικόγραφό της προσδιορίζεται η κατά την άσκηση αυτής αξία του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, ακόμη και όταν ο προσδιορισμός αυτός στηρίζεται επί του αντικειμενικού συστήματος εξευρέσεως αξιών, αφού με αυτόν τον προσδιορισμό υιοθετείται από τον ενάγοντα ότι η πραγματική αξία του απαλλοτριωθέντος ακινήτου ταυτίζεται προς την κατ` αντικειμενικό προσδιορισμό αντίστοιχη. Επίσης, η αγωγή πρέπει να διαλαμβάνει την αφερεγγυότητα του οφειλέτη, η οποία υφίσταται όταν η υπόλοιπη (εμφανής) περιουσία του δεν επαρκεί για την ικανοποίηση της απαιτήσεως του δανειστή. Συνεπώς, δεν αποτελεί στοιχείο της σχετικής αγωγής η αξία της υπόλοιπης (εμφανούς) περιουσίας του οφειλέτη [ ΑΠ 1876/2023, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ 61/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 91/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].
*Επισημαίνεται ότι το ανωτέρω κείμενο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες. Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά νομική συμβουλή. Μία τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατόν να παρασχεθεί μόνο από αρμόδια/ιο δικηγόρο του συγκεκριμένου τμήματος του γραφείου μας που εξειδικεύεται στον ειδικό τομέα δικαίου, αφού προηγουμένως λάβει υπόψη του/της το σύνολο των δεδομένων που θα εκτεθούν και θα μελετηθούν για την υπόθεσή σας.

