Δικηγορικό Γραφείο
Αναγωγή ασφαλιστικής κατά υπαίτιου κατόχου ή ιδιοκτήτη οχήματος

Κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 42 του Ν. 2696/1999 Κ.Ο.Κ., όπως το άρθρο τούτο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παράγραφο 2 του άρθρου 43 του Ν. 2963/2001, ορίζεται ότι «...απαγορεύεται η οδήγηση κάθε οδικού οχήματος από οδηγό, ο οποίος κατά την οδήγηση του οχήματος βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος, τοξικών ουσιών ή φαρμάκων, που, σύμφωνα με τις οδηγίες χρήσης τους, ενδέχεται να επηρεάζουν την ικανότητα του οδηγού. Ο ελεγχόμενος οδηγός θεωρείται ότι βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος όταν το ποσοστό αυτού στον οργανισμό είναι 0,50 γραμμάρια ανά λίτρο αίματος (0,50 gr/Ι) και άνω, μετρούμενο με την μέθοδο της αιμοληψίας ή από 0,25 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα και άνω, όταν η μέτρηση γίνεται στον εκπνεόμενο αέρα με αντίστοιχη συσκευή αλκοολομέτρου» (παρ. 1) και «...σε περίπτωση θανατηφόρου τροχαίου ατυχήματος ο έλεγχος για τη διαπίστωση ύπαρξης στον οργανισμό οινοπνεύματος, τοξικών ουσιών ή φαρμάκων, κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, γίνεται υποχρεωτικά με αιμοληψία από τα θανόντα πρόσωπα, ως και από τους ζώντες» (παρ. 3).

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η ανίχνευση τοξικών ουσιών στον οργανισμό του ελεγχόμενου οδηγού αποτελεί, κατά πρόβλεψη του νόμου, πλήρη απόδειξη, χωρίς να επιτρέπεται ανταπόδειξη, ότι ο οδηγός αυτός είναι απολύτως ανίκανος προς οδήγηση. Στη συνέχεια, σύμφωνα με το άρθρο 6β παράγραφος 1 περ. Β` του Ν.489/1976 «περί της υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης», που προστέθηκε με το άρθρο 4 του Ν. 3557/2007 και που σύμφωνα με το άρθρο 18 του τελευταίου αυτού νόμου άρχισε να ισχύει από την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 100 τ. Α/14.05.2007), ορίζεται ότι «...εξαιρούνται από την ασφάλιση οι ζημίες που προκαλούνται: α)..., β) από οδηγό ο οποίος, κατά το χρόνο του ατυχήματος, τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, κατά παράβαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Ν. 2696/1999), όπως εκάστοτε ισχύει, εφόσον η εν λόγω παράβαση τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος». Εξάλλου, όπως προκύπτει από την διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 του Ν. 489/1976, ο περιληφθείς στη σύμβαση ασφάλισης της αστικής ευθύνης από αυτοκινητικά ατυχήματα όρος, σύμφωνα με τον οποίο αποκλείονται της ασφάλισης ζημίες προξενούμενες σε χρόνο που ο οδηγός του αυτοκινήτου τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, κατά την έννοια και τις προϋποθέσεις του ως άνω άρθρου 42 του ΚΟΚ, δεν απαλλάσσει μεν τον ασφαλιστή από την ευθύνη προς αποζημίωση του ζημιωθέντος τρίτου, αλλά παρέχει σ’ αυτόν το δικαίωμα να εναγάγει τον ασφαλισμένο και να αξιώσει από αυτόν, είτε με αυτοτελή, είτε με παρεμπίπτουσα αγωγή, την αποζημίωση που κατέβαλε ή θα καταβάλει στον τρίτο, με την προϋπόθεση βέβαια ότι η παράβαση του ασφαλιστικού αυτού όρου από τον ασφαλισμένο συνέχεται αιτιωδώς με την επέλευση του ζημιογόνου ατυχήματος (ΑΠ 90/2019, ΑΠ 262/2018).

Περαιτέρω κατ’ εφαρμογή των άρθρων 17 § 1 εδ. γ` και 6β § 1 εδ. β` του ισχύοντος από τις 14.05.07 Ν.3557/07, με τις οποίες αναμορφώθηκε το άρθρο 6β του Ν. 489/1976, αφ’ ενός καταργήθηκε η Κ4/585/1978/ΑΥΕ, (στο άρθρο 25 παρ. 8 της οποίας, με βάση τη διατύπωσή του, ήταν δυνατόν να συμφωνηθεί η εξαίρεση της ασφαλιστικής καλύψεως και αν ακόμη η διαπιστωθείσα λήψη τοξικών ουσιών ουδεμία επίδραση είχε στο ατύχημα), αφ’ ετέρου για τη συνομολογηθείσα στο ασφαλιστήριο εξαίρεση της απαλλαγής του ασφαλιστή από την οικεία ευθύνη του, απαιτείται, κατά τη ρητή πλέον του νόμου διατύπωση, να συντρέχει αιτιώδης σύνδεσμος (συνάφεια) μεταξύ της οδηγήσεως υπό την επίδραση τοξικών ουσιών και της επελεύσεως του ζημιογόνου και συγκροτούντος την ασφαλιστική περίπτωση, τροχαίου ατυχήματος. Επομένως ο ασφαλιστής που υποχρεώθηκε να καταβάλει αποζημίωση σε ζημιωθέντα τρίτο χωρίς να έχει ευθύνη, λόγω της συμβατικής εξαιρέσεως από την ασφαλιστική κάλυψη των ζημιών που προκαλούνται όταν ο οδηγός του ασφαλισμένου αυτοκινήτου ευρίσκεται υπό την επήρεια τοξικών ουσιών, δεν δικαιούται να στραφεί αναγωγικά κατά του κυρίου και μη οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου και να αξιώσει από αυτόν τα καταβληθέντα ποσά, αν τον τελευταίο δεν βαρύνει υπαιτιότητα σε σχέση με το γεγονός ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου του βρισκόταν υπό την επίδραση οινοπνεύματος, όταν προξένησε το ατύχημα, δικαιούται όμως να στραφεί αναγωγικά κατά του - τελούντα «υπό την επίδραση τοξικών ουσιών» κατά το χρόνο του ατυχήματος - οδηγού, ως προς τον οποίο δεν γεννάται οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς την διάπραξη της παραβάσεως του πιο πάνω ασφαλιστικού βάρους (βλ. σχετ. ΑΠ 837/2020, ΑΠ 467/2017, ΑΠ 158/2015, ΑΠ 1068/2013, Μ.Εφ.ΑΘ. 1252/2023). Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η οδήγηση υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών εμφανίζεται μεν στη διάταξη του άρθρ. 6β παρ. 1 του Ν 489/1976 ως εξαίρεση της ευθύνης του ασφαλιστή έναντι του ασφαλισμένου, όμως στην ουσία πρόκειται για κεκαλυμμένο ασφαλιστικό βάρος, στην παράβαση του οποίου υποπίπτει ο ασφαλισμένος, όπως προαναφέρθηκε, εφόσον βαρύνεται με υπαιτιότητα. Το παραπάνω ασφαλιστικό βάρος αφορά και απευθύνεται σε κάθε ασφαλιζόμενο πρόσωπο. Δηλαδή όχι μόνο στον οδηγό, αλλά και στον κάτοχο ή ιδιοκτήτη, αν αυτοί είναι πρόσωπα διαφορετικά από τον οδηγό.

Τούτο σημαίνει ότι ο ασφαλιστής δύναται κατ` αρχήν, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου, να ασκήσει αναγωγή κατά του κατόχου και ιδιοκτήτη που είναι πρόσωπα διαφορετικά από τον εν μέθη οδηγό. Όμως για να τελεσφορήσει τελικά η αναγωγή αυτή, θα πρέπει τα παραπάνω πρόσωπα να βαρύνονται με υπαιτιότητα για την παράβαση αυτή. Τούτο συμβαίνει, όταν ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου παραχωρεί την οδήγηση αυτού σε πρόσωπο για το οποίο γνωρίζει ότι συνεπεία προηγούμενης αναλώσεως οινοπνεύματος δεν είναι ικανό προς ασφαλή οδήγηση. Αν όμως σε ένα τέτοιο ιδιοκτήτη δεν μπορεί να καταλογισθεί τέτοια υπαιτιότητα γιατί δεν γνώριζε τη μέθη του οδηγού ούτε μπορούσε να την αποτρέψει, τότε ένας τέτοιος ιδιοκτήτης δεν υπόκειται στην αναγωγή του ασφαλιστή (Αθ. Κρητικός, ο.π., άρθρ. 6β, παρ. 91 - 92, σελ. 223). Στην περίπτωση που θανατώνεται ο υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών προκαλέσας το ατύχημα οδηγός, στη θέση του τελευταίου υπεισέρχονται οι κληρονόμοι του που συνήθως θα είναι μέλη της οικογένειάς του. Στους κληρονόμους μεταβιβάζονται τα χρέη της κληρονομίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η υποχρέωση του αποβιώσαντος οδηγού να καταβάλει στον ασφαλιστή όσα αυτός από την πλευρά του θα καταβάλει στον παθόντα τρίτο, εκτός αν αποποιηθούν εγκαίρως την κληρονομιά (ΑΚ 1847), είτε την αποδεχθούν με το ευεργέτημα της απογραφής (ΑΚ 1901) (βλ. Αθ. Κρητικός, Ερμηνεία Κατ’ Άρθρο του ΚΝ 489/1976, άρθρ. 11, παρ. 14 σελ. 356). Προϋπόθεση της αναγωγής είναι ο ασφαλιστής να ικανοποίησε τον ζημιωθέντα εν’ όλω ή εν μέρει με καταβολή, συμψηφισμό ή άλλη παροχή με απαλλακτική ενέργεια. Για τη γένεση της εξ αναγωγής αξιώσεως δεν απαιτείται προηγούμενη δικαστική διάγνωση της υποχρεώσεως του εναγόμενου προς αποζημίωση του ζημιωθέντος τρίτου, ούτε το δεδικασμένο που παράγεται στη δίκη αποζημιώσεως εκτείνεται και στη δίκη αναγωγής (ΑΠ 1417/87 ΕΕΝ 1988.759, Εφ.Θεσσ. 1771/91 ΕλλΔνη 1992. 1236). Συνέπεια των παραπάνω είναι ότι η έκταση του δικαιώματος αναγωγής προσδιορίζεται τελικά από το δικαστήριο της δίκης της αναγωγής με βάση τα κριτήρια της υπαιτιότητας και της αιτιότητας, το δε δικαστήριο που κρίνει την αγωγή εξ αναγωγής δεν είναι υποχρεωμένο να θέσει ως βάση της αποφάσεώς του το ποσό το οποίο ο ενάγων επί της αναγωγής κατέβαλε συμβιβαστικά ή βάση δικαστικής απόφασης στον ζημιωθέντα τρίτο, το οποίο, για διάφορους λόγους, μπορεί να είναι και διογκωμένο (Εφ.Αθ. 4013/94 ΕλλΔνη 1995. 1595). Επομένως, η ζημιά που υπέστη ο παθών τρίτος θα αποτελέσει αντικείμενο της δίκης εξ αναγωγής μεταξύ ασφαλιστή και ασφαλισμένου. Έτσι, είναι δυνατόν, αν η αγωγή εξ αναγωγής γίνει τελικά δεκτή, να καθοριστεί χαμηλότερο το ποσό της αποζημιώσεως, το οποίο ο εξ αναγωγής εναγόμενος (ασφαλισμένος) θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον εξ αναγωγής ενάγοντα (ασφαλιστή), οπότε η υπάρχουσα διαφορά τελικά θα μείνει σε βάρος του ενάγοντα, αφού, άλλωστε, σε περίπτωση εξώδικου συμβιβασμού, η σχετική αγωγή εξ αναγωγής του ασφαλιστή κατά του ασφαλισμένου του, με αίτημα την καταδίκη του τελευταίου για το ποσό που ο ασφαλιστής κατέβαλε στον τρίτο, δεν έχει ως βάση το συμβιβασμό και το εις εκτέλεση αυτού καταβληθέν αλλά τη ζημία του τρίτου, την κάλυψή της από τον ασφαλιστή και τον αποκλεισμό της ευθύνης του τελευταίου (βλ. Αθ. Κρητικού Αποζημίωση από Τροχαία Αυτοκινητικά Ατυχήματα, έκδοση 3η, § 1977, 1978) (Εφ.Αθ. 1319/2022 ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 277/2008, ΕλλΔνη 2009, σ. 820-821).

*Επισημαίνεται ότι το ανωτέρω κείμενο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες. Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά νομική συμβουλή. Μία τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατόν να παρασχεθεί μόνο από αρμόδια/ιο δικηγόρο του συγκεκριμένου τμήματος του γραφείου μας που εξειδικεύεται στον ειδικό τομέα δικαίου, αφού προηγουμένως λάβει υπόψη του/της το σύνολο των δεδομένων που θα εκτεθούν και θα μελετηθούν για την υπόθεσή σας.


 Μη χάνετε την έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωσή σας. Ακολουθήστε μας τώρα στα Google News