Καταρχήν, δέον όπως επισημανθεί ότι η προθεσμία της διόρθωσης των ανακριβών πρώτων εγγραφών (πρώτες εγγραφές είναι εκείνες που καταχωρίζονται ως αρχικές εγγραφές στο Κτηματολογικό βιβλίο, κατά μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες) του άρθρ. 6 παρ. 2 Ν.2664/1998, έχει παραταθεί δυνάμει του αρ. 39 Ν. 4990/2022, το οποίο ορίζει ότι για τις περιοχές που κηρύχθηκαν υπό κτηματογράφηση πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 3481/2006 (Α` 162), η αποκλειστική προθεσμία της περ. α` της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 2664/1998, εάν δεν είχε λήξει η ίδια ή οι παρατάσεις της μέχρι τις 30.11.2018, λήγει στις 31.12.2023.
Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 και 3 του Ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο» σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηματολογικό φύλλο και δη στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό κύριο ή «άγνωστος», μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον -επομένως, πέραν του πραγματικού κυρίου και ο καθολικός ή ο ειδικός διάδοχος του πραγματικού δικαιούχου, ο δανειστής κλπ (ενάγων) - στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που χώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου (εναγόμενος), να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Επομένως, η επί αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 απόφαση έχει πρωτίστως αναγνωριστικό χαρακτήρα, ενώ η διάταξη περί διόρθωσης των κτηματολογικών εγγραφών έχει παρακολουθηματικό διαπλαστικό χαρακτήρα και γι’ αυτό απαιτείται ο αυξημένος βαθμός ωριμότητας του αμετάκλητου αυτής, ώστε να επέλθει η διόρθωση με την ταυτόχρονη δημιουργία κατ’ άρθρο 7 του Ν. 2664/1998 του αμάχητου τεκμηρίου ακριβείας της κτηματολογικής πρώτης εγγραφής.
Η εν λόγω αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 απευθύνεται ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου, το οποίο συγκροτείται από τον Κτηματολογικό Δικαστή (άρθρο 17 παρ. 4 του Ν. 2664/1998) δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία.
Για το ορισμένο της αγωγής, εφόσον αντικείμενο της δίκης είναι όλο το ακίνητο - γεωτεμάχιο, όπως αποτυπώθηκε στο κτηματολογικό διάγραμμα, το οποίο και επισυνάπτεται στην αγωγή και όχι τμήμα του, αρκεί η αναφορά του ΚΑΕΚ. Εάν βέβαια, το επίδικο αποτελεί τμήμα ενός μείζονος γεωτεμαχίου, οπότε σε περίπτωση αποδοχής της αγωγής θα επέλθουν χωρικές μεταβολές, τότε η περιγραφή του επιδίκου τμήματος πρέπει να γίνει με λεπτομερή περιγραφή κατά θέση, όρια, πλευρικές διαστάσεις και συντεταγμένες κορυφών σύμφωνα με το σύστημα ΕΓΣΑ 87, η οποία θα πρέπει να ταυτίζεται με το τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών, που επί ποινή απαραδέκτου θα πρέπει να προσκομισθεί κατά τη συζήτηση.
Πέραν της επίκλησης εκ μέρους του ασκούντος την αγωγή ότι απέκτησε το εμπράγματο δικαίωμά του με παράγωγο τρόπο ( π.χ. πώληση, γονική παροχή, κληρονομία κλπ), εναλλακτικώς, δυνάμει της διάταξης του άρθρου 4 του Ν 3127/2003, επαναφέρεται ο θεσμός της κτήσης κυριότητας με ανεπίληπτη νομή του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, δηλαδή με πρωτότυπο τρόπο μέσω χρησικτησίας, και αναγνωρίζεται δικαίωμα κυριότητας στα αστικά ακίνητα του νομέα του ακινήτου εφόσον:
- νέμεται ο ίδιος αδιαταράκτως μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου ( 19-3-2003) για δέκα(10) έτη με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία που έχει καταρτισθεί μετά την 23-02-1946 ή
- νέμεται χωρίς τίτλο αδιαταράκτως το ακίνητο για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, το οποίο έχει συμπληρωθεί και πρέπει να υφίσταται μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου ( 19-03-2003),
- κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε καλή πίστη, κατά την έννοια της ΑΚ 1042, δηλαδή όταν χωρίς βαριά αμέλεια έχει την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα και
- το ακίνητο έχει εμβαδό μέχρι 2.000 τ.μ. και βρίσκεται : α) σε σχέδιο πόλης ή β) μέσα σε οικισμό προϋφιστάμενο του 1923 ή γ) μέσα σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων κατά την τελευταία- προ της δημοσίευσης του Ν. 3127/2003 απογραφή- που έχει οροθετηθεί.
Τέλος, είναι αδιάφορο ποια υπηρεσία του Δημοσίου διαχειρίζεται το ακίνητο, αφού η διάταξη αυτή εφαρμόζεται επί όλων των ακινήτων του Δημοσίου, άσχετα αν διαχειρίζεται από το Υπουργείο Οικονομικών ή Γεωργίας ή άλλο Υπουργείο που αντιπροσωπεύει το δημόσιο ή σε ποια κατηγορία ανήκει το συγκεκριμένο ακίνητο ( ΑΠ 712/2020, ΝΟΜΟΣ).

