Την Τετάρτη 4 Μαΐου 2022 η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας συνήλθε σε διάσκεψη υποθέσεων α) συλλόγων μελών ΔΕΠ και ΕΔΙΠ, διοικητικού προσωπικού ΑΕΙ και φοιτητών ΑΕΙ, καθώς και μελών ΔΕΠ, ΕΔΙΠ, υποψηφίου διδάκτορος και φοιτητών ΑΕΙ, β) μελών ΔΕΠ, αμφοτέρων με εισηγήτρια τη Σύμβουλο Κωνσταντία Λαζαράκη. Οι υποθέσεις αφορούν προκήρυξη διαγωνισμού πρόσληψης ειδικών φρουρών στην Ελληνική Αστυνομία (ΕΛΑΣ) για τη συγκρότηση Ομάδων Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων (ΟΠΠΙ), καθώς και υπουργική απόφαση, με την οποία ορίσθηκαν ζητήματα εκπαίδευσης των ειδικών φρουρών που προσλαμβάνονται για τη στελέχωση των ΟΠΠΙ. Οι υποθέσεις συζητήθηκαν κατά τη δικάσιμο της 11ης Μαρτίου 2022. Με ανακοίνωση, δε, του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, Δημήτριου Σκαλτσούνη, δημοσιεύθηκε η περίληψη της απόφασης, η οποία έκρινε την συνταγματικότητα της ίδρυσης πανεπιστημιακής αστυνομίας. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ως άνω ανακοίνωση του Προέδρου:
«Το Δικαστήριο απέρριψε τις αιτήσεις, αφού, μεταξύ άλλων : 1) Έκρινε ομοφώνως ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις βρίσκουν έρεισμα σε διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας περί ειδικών φρουρών. 2) Έκρινε ομοφώνως ότι η προσβαλλόμενη προκήρυξη αφορά πρόσληψη σε θέσεις ειδικών φρουρών, οι οποίες συνεστήθησαν στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη με τις διατάξεις του άρθρου 18 παρ. 5 του ν. 4777/2021. 3) Έκρινε (με μειοψηφία έξι μελών) ότι δεν παραβιάζει τις αρχές της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της πλήρους αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ (άρθρο 16 παρ. 1 και 5 Συντ., αντίστοιχα) η -πέραν της πρόβλεψης μέτρων ασφάλειας και προστασίας προσώπων και υποδομών στα ΑΕΙ, αρμοδιότητας των ιδίων αυτών οργάνων (άρθρα 12-17 ν. 4777/2021)- σύσταση ΟΠΠΙ, οι οποίες συγκροτούνται (και) από ειδικούς φρουρούς, οι οποίοι προσλαμβάνονται προς τούτο, λαμβάνουν ειδική εκπαίδευση, δεν φέρουν πυροβόλο όπλο και υποχρεούνται να συνεργάζονται με τις πανεπιστημιακές αρχές και όργανα (άρθρα 18-20 ν. 4777/2021), διότι:
α) όταν ο νομοθέτης εκτιμά ότι το δημόσιο συμφέρον, το οποίο συνίσταται στην προστασία της δημόσιας τάξης και ασφάλειας αλλά και στην ίδια τη διασφάλιση της ακώλυτης άσκησης της ακαδημαϊκής ελευθερίας, επιβάλλει την αστυνόμευση στους χώρους των ΑΕΙ σε συνέχεια σειράς προϊσχυσάντων ηπιότερων μέτρων ασφάλειας και προστασίας του προσωπικού και της περιουσίας των ΑΕΙ, τα οποία κρίθηκαν από τον νομοθέτη απρόσφορα να υπηρετήσουν τους σκοπούς αυτούς, οι ως άνω συνταγματικές διατάξεις, στις οποίες δεν κατοχυρώνεται αυτοτελώς «άσυλο», δεν υποχρεώνουν τον νομοθέτη να αναθέτει στα ΑΕΙ τις αρμοδιότητες της τήρησης της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, ειδικότερες εκφάνσεις της οποίας αποτελούν η πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος, ασκούμενες κατά το Σύνταγμα από το Κράτος μέσω των σωμάτων ασφαλείας όπως η ΕΛΑΣ,
β) δεν προβλέπεται συμμετοχή των ΟΠΠΙ σε διοικητικό όργανο των ΑΕΙ. 4) Έκρινε ομοφώνως ότι από καμία διάταξη του ν. 4777/2021 δεν προκύπτει ότι τίθενται σε κίνδυνο οι λοιπές ατομικές ελευθερίες (συνδικαλιστική, ανάπτυξης της προσωπικότητας, προσωπική, κίνησης και εγκατάστασης), των οποίων γίνεται επίκληση. 8) Έκρινε (με μειοψηφία τεσσάρων μελών) ότι στις διατάξεις του άρθρου 18 παρ. 4 του ν. 4777/2021, καθώς και στην κείμενη νομοθεσία προσδιορίζονται η αποστολή, οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντα των ΟΠΠΙ, όπως επίσης περαιτέρω και τα προσόντα και κριτήρια πρόσληψης των ειδικών φρουρών, οι οποίοι θα στελεχώσουν τις ΟΠΠΙ· τα ζητήματα, περί των οποίων χορηγείται εξουσιοδότηση με τα άρθρα 18 παρ. 6 και 20 του ίδιου νόμου, επιβάλλεται από την ίδια την εξουσιοδοτική διάταξη να ρυθμισθούν όχι στο παρόν στάδιο της προκήρυξης διαγωνισμού πλήρωσης θέσεων ειδικών φρουρών για τη στελέχωση των ΟΠΠΙ ούτε στο στάδιο της εκπαίδευσης αυτών αλλά πριν από τη διάθεση ΟΠΠΙ στα ΑΕΙ.
Γίνεται φανερό, ήδη από την ως άνω ανακοίνωση, ότι πρόκειται για μια λανθασμένη απόφαση, με την οποία η Ελλάδα όχι μόνο εξαιρείται από την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, αφού σε καμία άλλη χώρα δεν προβλέπεται η ύπαρξη και η λειτουργία πανεπιστημιακής αστυνομίας, αλλά και το ίδιο το ΣτΕ απομακρύνεται από την φιλελεύθερη παράδοσή του, μία απομάκρυνση που τις τελευταίες δεκαετίες όλο και παγιώνεται, αν κανείς λάβει υπόψη τις αποφάσεις του σχετικά με τη συνταγματικότητα περικοπών μισθών και συντάξεων, την κατάργηση του νόμου για την ιθαγένεια μεταναστών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα, τις τηλεοπτικές άδειες η την υποχρεωτικότητα του μαθήματος των θρησκευτικών ως κατηχητικό μάθημα στα σχολεία!
Πολύ περισσότερο, είναι γεγονός ότι πρόκειται για μια λάθος απόφαση για μια σειρά από νομικούς, πραγματικούς και ιστορικούς λόγους, αφού δεν είναι αναλογική, ξεχνά τη δημοκρατική παράδοση της χώρας μας και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, με μοιραία συνέπεια σύντομα να έχουμε θύματα, ακόμα και νεκρούς φοιτητές και φυσικά τη μετατροπή των πανεπιστημίων σε πεδία μάχης. Αυτό, άλλωστε, έγινε εμφανές και στα όσα έχουν ήδη διαδραματιστεί στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, αφού, δυστυχώς, οι αιτήσεις ακυρώσεως δεν είχαν ανασταλτικό αποτέλεσμα, με μοιραία συνέπεια να βλέπουμε αιμόφυρτους φοιτητές, με ανοιγμένα κεφάλια εντός των σχολών, κάτι που, όπως φαίνεται, είναι μόνο η αρχή. Την ίδια άποψη, άλλωστε, ως προς την ακαταλληλότητα της πανεπιστημιακής αστυνομίας που θα εντείνει την καταστολή μέσα στα Πανεπιστήμια, έχουν δεκάδες νομικοί, μάχιμοι δικηγόροι, καθώς και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Αστυνομικών Υπαλλήλων, η Ομοσπονδία Διοικητικού Προσωπικού Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και οι έξι ανώτατοι δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας, που μειοψήφησαν.
Ειδικότερα, οι ίδιοι οι πανεπιστημιακοί που προσέφυγαν ενώπιον του ΣτΕ υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί να ενταχθεί στα ΑΕΙ μια ομάδα αστυνομικών, η οποία θα λογοδοτεί στον Αρχηγό της ΕΛ.ΑΣ. και όχι στους πρυτάνεις των πανεπιστημίων, ούτε φυσικά είναι δυνατόν να επιτρέπεται στους άντρες της ΟΠΠΙ να πραγματοποιούν συλλήψεις και να διενεργούν προανακριτικές πράξεις, κάτι που προβλέπεται ακόμα και κατά των πρυτάνεων των ΑΕΙ, καθώς η εγκληματικότητα στα Πανεπιστήμια είναι μηδαμινή, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που προσκόμισαν στο Δικαστήριο, και αποτελούν μύθο τα περί εγκληματικότητας στα πανεπιστήμια. Επιπλέον, η προκήρυξη από τον αρχηγό της ΕΛ.ΑΣ. του διαγωνισμού για τις προσλήψεις, δεν έχει νομοθετική εξουσιοδότηση και δεν προσδιορίζονται τα καθήκοντα του προσωπικού που θα προσληφθεί, κάτι που προκαλεί εύλογη ανησυχία όσον αφορά την εξουσία των ΟΠΠΙ εντός των σχολών και την καταστρατήγηση κεκτημένων δικαιωμάτων και ελευθεριών, όπως είναι η συνδικαλιστική ελευθερία.
Σε απάντηση όλων αυτών, το ΣτΕ προτάσσει καταρχάς το δημόσιο συμφέρον, το οποίο συνίσταται, σύμφωνα με την ανακοίνωση του Προέδρου του, στην προστασία της δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Τι είναι όμως το δημόσιο συμφέρον; Δυστυχώς, το ΣτΕ επιφυλάχτηκε να δημοσιεύσει την απόφασή του μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2022 και έτσι δεν μπορούμε να ξέρουμε ακριβώς το σκεπτικό του γύρω από το ζήτημα. Πράγματι, δεν αρκούν λίγες γραμμές της ανακοίνωσης που εξέδωσε ο Πρόεδρος του δικαστηρίου. Παρ' όλα αυτά, υπάρχει εύλογη αμφιβολία για το κατά πόσο η αόριστη αυτή έννοια, στο όνομα της οποία ο λαός μας έχει ματώσει, ειδικότερα τα τελευταία χρόνια στη σκιά της πανδημίας, εξειδικεύεται με τρόπο που να εξυπηρετούνται άλλες αρχές συνταγματικού δικαίου όπως η αρχή της αναλογικότητας ή του ηπιότερου μέσου ή η αρχή της προστασίας του ασθενέστερου, αφού πραγματικά με το νόμο αυτό το Κράτος φαίνεται να επιτίθεται με «κανόνια ενάντια σε σπουργίτια».
Πράγματι, είναι γεγονός ότι κάθε φορά που κάποιος το επικαλείται δεν είναι παρά για να δικαιολογήσει καταστρατήγηση ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων. Στο όνομα δημοσίου συμφέροντος επιβάλλονται περιορισμοί, αστυνομοκρατία, περικόβονται μισθοί και συντάξεις. Έτσι, η απόφαση του ΣτΕ όχι μόνο δεν έχει ερείσματα νομιμότητας, αλλά σε συνδυασμό με τις εξαγγελίες της Κυβέρνησης κατά την τελευταία προεκλογική περίοδο περί “τάξης και ασφάλειας”, μόνο θλίψη μπορεί να προκαλέσει για το νομικό πολιτισμό της χώρας μας, ο οποίος ευθυγραμμίζεται πλήρως με την κυβερνητική πολιτική. Την ίδια στιγμή, μάλιστα, που η δικαστική εξουσία χαίρει ανεξαρτησίας, αυτή φαίνεται να λειτουργεί σαν ένας ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους, αναπαράγοντας την κυβερνητική πολιτική! Και αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα, αφού διαβάζοντας κανείς την ανακοίνωση του Προέδρου αναρωτιέται, πραγματικά, αν ο νόμος ερμηνεύτηκε βάσει του Συντάγματος ή το σύνταγμα βάσει του Νόμου!
Σε συνέχεια αυτού ακριβώς του προβληματισμού, το ΣτΕ αναφέρεται στο ζήτημα του ασύλου, ένα ακόμα πολωτικό θέμα, η ρύθμιση του οποίου, όπως φαίνεται, ήταν ο προάγγελος της επιβολής -γιατί για επιβολή μιλάμε -αστυνομίας στα πανεπιστήμια. Με αυτό το τρόπο, λοιπόν, το ΣτΕ όχι μόνο ξεχνά τη δική του προοδευτική παράδοση, αλλά και την ίδια την συνταγματική ιστορία της χώρας. Πράγματι, το Σύνταγμα δεν αναφέρεται πουθενά στο άσυλο με τρόπο σαφή. Παρ' όλα αυτά είναι κοινός τόπος ότι αυτό, όπως το γνωρίζουμε σήμερα και όπως διαμορφώθηκε μεταπολιτευτικά, είναι το αποτέλεσμα της λειτουργίας του πανεπιστημιακού ασύλου, καθώς και της “ανομίας”, την οποία το ΣτΕ και η Κυβέρνηση φαίνεται να εντοπίζουν εντός του ελληνικού πανεπιστημίου, αφού είναι ιστορικό γεγονός ότι το Σύνταγμα οφείλεται στους συλλογικούς αγώνες των φοιτητών! Στον αντίποδα, λοιπόν, αυτού, το ΣτΕ επικαλείται το δημόσιο συμφέρον, την τάξη και την ασφάλεια και επιλέγει να πάρει θέση υπέρ της τοποθέτησης σωμάτων ασφαλείας εντός του πανεπιστημίου, αντιμετωπίζοντας τους φοιτητές σαν τρομοκράτες ή κοινούς εγκληματίες του ποινικού δικαίου.
Πράγματι, μόνο στην ως άνω περίπτωση μια τέτοια ακραία επιλογή, όπως η σύσταση των ΟΠΠΙ, θα ήταν συνταγματική, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, αφού σε αντίθετη περίπτωση αυτή παραπέμπει σε σκοταδιστικές εποχές. Επιπλέον, πρόκειται για πρωτοφανή θυματοποίηση της πανεπιστημιακής κοινότητας, στην οποία επικολλάται η ετικέτα του εγκληματία, κάτι που είναι όχι μόνο προσβλητικό, αλλά και δυσανάλογο και εντελώς αντίθετο με την ιστορία του φοιτητικού κινήματος, αλλά και του δημοκρατικού χαρακτήρα του πανεπιστημίου. Πολύ περισσότερο, μια τέτοια αντιμετώπιση των φοιτητών ως κοινών εγκληματιών μπορεί να έχει ένα αποτέλεσμα πολύ διαφορετικό από αυτό που προβλέπει το ΣτΕ ή η Κυβέρνηση, έως και αντίστροφο. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις σύγχρονες εγκληματολογικές μελέτες και θεωρίες, ο χαρακτηρισμός πρωτογενών μικροπαραβατικών συμπεριφορών, οι οποίες έτσι κι αλλιώς υπάρχουν σε ολόκληρο το φάσμα της κοινωνικής ζωής, ως «εγκληματικών» από τα όργανα κοινωνικού ελέγχου, όπως είναι η αστυνομία, τα δικαστήρια και οι φυλακές, με την επιβολή ποινικών κυρώσεων, αλλά και η αντίδραση του «δράστη» σε αυτό τον χαρακτηρισμό, επιφέρει μια δευτερογενή, ακόμα εντονότερη παρέκκλιση από την πρωτογενή, η οποία, μάλιστα, συνήθως είναι συμπτωματική και όχι η εκδήλωση της εγκληματικής του έξης ή βούλησης! Με άλλα λόγια, η καταστολή εντός των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων θα γεννήσει, στην πραγματικότητα, την εγκληματικότητα μέσα σε αυτά.
Πράγματι, οι χαρακτηρισμοί και οι ετικέτες, επιβαλλόμενοι συνήθως από ένα πολύ συγκεκριμένο status quo σε μέλη ανίσχυρων κοινωνικών ομάδων, δημιουργώντας στερεότυπα αρνητικού προσήμου για το «δράστη», όπως αυτό του «φοιτητή –χούλιγκαν –τρομοκράτη», καθώς και έντονη πόλωση ανάμεσα στις δύο ομάδες και ένα είδος εγκληματικής υποκουλτούρας, ως αντίδραση και μέσο επιβίωσης στην κατακραυγή, την έλλειψη κοινωνικής υποστήριξης και αλληλεγγύης, στην επιτήρηση και την τιμωρία. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, φαίνεται να μη συνάδει με το σώμα των Ελλήνων φοιτητών, οι οποίοι όχι μόνο δεν αποτελούν εγκληματικά στοιχεία, αλλά τους μοναδικούς φορείς της προόδου της χώρας μας και ενός μέλλοντος καλύτερου και ελπιδοφόρου. Η αντιμετώπισή τους, δε, κατά τον ως άνω αναλυτικά περιγραφόμενο τρόπο βάλλει κατά τρόπο δυσβάσταχτο και κατά του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα του συστήματος παιδείας μας, λειτουργώντας υπονομευτικά και δίνοντας την εντύπωση ότι τα προϊόντα της όχι μόνο επιστήμονες δεν είναι, αλλά άτομα του περιθωρίου.
Εδώ ακριβώς έγκειται και ένα ακόμα επιχείρημα κατά της απόφασης του ΣτΕ, καθώς η εγκαθίδρυση ενός τέτοιου σώματος εντός του πανεπιστημίου θα βρει αντιμέτωπα όλα τα προοδευτικά κομμάτια του, ειδικότερα εν όψει όσων πρόκειται να συμβούν, αφού, φοιτητές, πανεπιστημιακοί και διοικητικό προσωπικό δεν θα έχουν πλέον να αντιμετωπίσουν μόνο τα σκοτεινά σχέδια ιδιωτικοποίησης του, αλλά και το γκλομπ του δεσμοφύλακα τους. Έτσι, παρά τα όσα λακωνικά και χωρίς ιδιαίτερη αιτιολόγηση αναφέρονται στην περίληψη της απόφασης του ΣτΕ, η σύσταση ΟΠΠΙ αντίκειται και σε λοιπές ελευθερίες, όπως η συνδικαλιστική, η ανάπτυξης της προσωπικότητας, η προσωπική, της κίνησης και της εγκατάστασης. Με άλλα λόγια, δεν πρόκειται για προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος της χώρας μας, αφού οι φοιτητές ούτε τρομοκράτες, ούτε εγκληματίες του ποινικού δικαίου, ούτε κάποιος ιός, που απειλεί τη ζωή και την υγεία είναι. Ως εκ τούτου, πρόκειται απλά για την προάσπιση του δόγματος "Νόμος και Τάξη", που είχε εξαγγείλει προεκλογικά η Κυβέρνηση και τώρα, την εποχή της πανδημίας και της επιβολής μέτρων προστασίας, βρίσκει την ευκαιρία να το εφαρμόσει.
Ένα ακόμα ατόπημα της απόφασης του ΣτΕ σχετικά με την συνταγματικότητα της ίδρυσης των ΟΠΠΙ είναι η κρίση του γύρω από την προσβολή του αυτοδιοίκητου του Πανεπιστημίου. Ειδικότερα, όταν γίνεται λόγος για «Αυτοδιοίκητο», αυτό περιλαμβάνει τους τρεις πυλώνες του, ήτοι τους καθηγητές, το διοικητικό προσωπικό και τους φοιτητές, δια των οργάνων τους. Είναι γεγονός, ωστόσο, ότι ο νόμος 4777/2021 βρήκε αντιμέτωπους και τους τρεις αυτούς πυλώνες! Ειδικότερα, η ίδια η προσφυγή ενώπιον του ΣτΕ αποτελεί έκφραση της δυσαρέσκειας συλλόγων ΔΕΠ και διοικητικού προσωπικού πανεπιστημίων, όπως Συλλόγους ΔΕΠ Παντείου, ΕΜΠ, Πανεπιστημίου Πατρών, Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Πανεπιστημίου Αιγαίου, ΠΑΔΑ, στους Συλλόγους ΕΕΔΙΠ και Διοικητικού Προσωπικού ΕΜΠ, στον Φοιτητικό Σύλλογο Παντείου και πανεπιστημιακούς. Συνολικά 32 νομικά και φυσικά πρόσωπα έχουν καταθέσει αίτηση ακύρωσης της πρόσληψης των Ομάδων Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων (ΟΠΠΙ). Επιπλέον και η ίδια η Ομοσπονδία Διοικητικού Προσωπικού Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (ΟΔΠΤΕ) τονίζει σε πρόσφατη ανακοίνωσή της ότι το ΣτΕ με αυτό τον τρόπο έδωσε και τυπικά το «πράσινο φως» για την ένταση της καταστολής μέσα στα Πανεπιστήμια, ενώ την ίδια στιγμή οι ίδιοι οι φοιτητές, δια των εκλογών τους έδωσαν τη δική τους απάντηση στο ζήτημα, κατακρημνίζοντας από το θρόνο της την κυβερνητική φοιτητική παράταξη. Ως εκ τούτου, το αυτοδιοίκητο όχι μόνο πλήττεται, αλλά δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι αποτελεί το κύριο διακύβευμα, ειδικότερα, μάλιστα, όταν δεν προβλέπεται συμμετοχή των ΟΠΠΙ σε διοικητικό όργανο των ΑΕΙ.
Το ακλόνητο αυτό γεγονός, δε, γίνεται προσπάθεια να παρακαμφθεί μέσα από τον δήθεν έλεγχο της πανεπιστημιακής αστυνομίας από τις πρυτανικές αρχές. Η αποδοχή, ωστόσο, αυτής της προϋπόθεσης αποτελεί και αποδοχή του ίδιου του έργου των πανεπιστημιακών αρχών, στις οποίες αναθέτει και ρόλο αστυνομικού διευθυντή! Είτε, λοιπόν, το αστυνομικό σώμα εντός των Πανεπιστημίων υπάγεται στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, είτε στη διοίκηση του Πανεπιστημίου, είτε αυτό χρηματοδοτείται από το Υπουργείο, είτε από τον προϋπολογισμό των Ιδρυμάτων, τίποτα από αυτά δεν αλλάζει τον χαρακτήρα του ως σώμα καταστολής. Αντίθετα, αποτελούν μια προκλητική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης, την ίδια στιγμή που τα Πανεπιστήμια έχουν, περισσότερο από ποτέ, ανάγκη νέων θέσεων μόνιμου διδακτικού με αξιοπρεπείς απολαβές, θέσεις διοικητικού και τεχνικού προσωπικού, προσωπικού φύλαξης και καθαριότητας, ενίσχυση και εκσυγχρονισμό των υποδομών για φοιτητική μέριμνα, διδασκαλία και έρευνα.
Γίνεται, λοιπόν, φανερό μέσω των δεκάδων διαμαρτυριών, αλλά και της ως άνω αναλυτικά περιγραφόμενης κατάστασης και των ελλείψεων εντός των Πανεπιστημίων, την ίδια στιγμή που αποφασίζεται η χρηματοδότηση των ΟΠΠΙ και τα ίδια αντιμετωπίζονται ως «κέντρα ανομίας» ότι η ακαδημαϊκή ελευθερία πλήττεται και αυτή, αφού παραγνωρίζεται το εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο υψηλού επιπέδου, που πραγματοποιείται μέσα σε αυτά. Η ίδρυση πανεπιστημιακής αστυνομίας, δε, δεν αφορά την ασφάλεια των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και της ακαδημαϊκής κοινότητας, αλλά μόνο τον περιορισμό και την καταστολή κάθε δυνατότητας οργανωμένης και συλλογικής διαμαρτυρίας, καθώς και την καταστολή ανάπτυξης φοιτητικού και πανεπιστημιακού κινήματος, ενός κινήματος που τις τελευταίες δεκαετίες πάλεψε για δημόσια και δωρεάν Παιδεία, ενάντια στην εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση του δημόσιου Πανεπιστημίου.