Δικηγορικό Γραφείο
Η διατήρηση της ιθαγένειας σε περίπτωση υιοθεσίας Έλληνα από αλλοδαπό

Το δίκαιο της υιοθεσίας ενσωματώνεται στο δέκατο τρίτο κεφάλαιο του Οικογενειακού Δικαίου και συγκεκριμένα στα άρθρα 1542-1588 ΑΚ, με στόχο πρωτίστως στην εξυπηρέτηση του συμφέροντος του υιοθετούμενου. Ως συμφέρον, δε, νοείται όχι μόνο το οικονομικό αλλά και το ηθικό, το οικογενειακό, το κοινωνικό και το ψυχολογικό συμφέρον. Η υιοθεσία, δε, που επικυρώνεται με τελεσίδικη διαπλαστική δικαστική απόφαση, έχει τόση σημασία για τη διαμόρφωση των σχέσεων μεταξύ θετού γονέα και υιοθετούμενου, ώστε σύμφωνα με το άρθρο 1561 ΑΚ να ισχύει το εξής: «Με την υιοθεσία διακόπτεται κάθε δεσμός του ανηλίκου με τη φυσική του οικογένεια, με εξαίρεση τις ρυθμίσεις περί κωλυμάτων γάμου των άρθρων 1356 και 1357 και ο ανήλικος εντάσσεται πλήρως στην οικογένεια του θετού γονέα του. Έναντι του θετού γονέα και των συγγενών του ο ανήλικος έχει όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τέκνου γεννημένου σε γάμο. Το ίδιο ισχύει και για τους κατιόντες του θετού τέκνου. Σε περίπτωση ταυτόχρονης ή διαδοχικής υιοθεσίας περισσοτέρων, δημιουργείται μεταξύ τους συγγένεια όμοια με αυτήν που υπάρχει μεταξύ αδελφών». Ως εκ τούτου γίνεται φανερό ότι μετά την δικαστική απόφαση ο υιοθετούμενος χάνει κάθε νομικό δεσμό με την βιολογική του οικογένεια και εντάσσεται πλήρως στην οικογένεια αυτού που υιοθετεί, έχοντας όλα τα προνόμια τέκνου γεννημένου σε γάμο.

Τι ισχύει, ωστόσο, στην περίπτωση που ο θετός γονέας τυγχάνει αλλοδαπός; Διατηρεί ο υιοθετούμενος την ελληνική ιθαγένεια;

Μια πρώτη ματιά στον νομικό ορισμό της ιθαγένειας θα οδηγούσε στη λανθασμένη αρνητική απάντηση, καθώς σύμφωνα με αυτόν «Ιθαγένεια ονομάζεται ο δημοσίου δικαίου νομικός δεσμός που συνδέει το άτομο με την πολιτεία στο λαό της οποίας ανήκει», ενώ σύμφωνα με άλλη διατύπωση «Ιθαγένεια είναι η νομική και πολιτική ιδιότητα ενός ατόμου ως πολίτη ενός κράτους με το κράτος στο οποίο ανήκει». Παρόλα αυτά η σωστή απάντηση δίνεται ρητώς από των Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας (ΚΕΙ). Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρθρο 20 του ΚΕΙ ισχύει το εξής: «Έλληνας που υιοθετήθηκε πριν την ενηλικίωσή του ως τέκνο αλλοδαπού, δύναται μετά από αίτηση του υιοθετήσαντος, εάν αποκτά ιθαγένεια αυτού, να αποβάλει την Ελληνική ιθαγένεια με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, ο οποίος εκτιμά τις ειδικές συνθήκες, μετά από γνώμη του Συμβουλίου Ιθαγένειας. Η αίτηση δεν μπορεί να γίνει δεκτή, εάν ο υιοθετηθείς υπέχει ή καθυστερεί στρατιωτική υποχρέωση ή διώκεται για κακούργημα ή πλημμέλημα». Ως εκ τούτου, κατά κανόνα ο υιοθετούμενος από αλλοδαπό διατηρεί την ελληνική του ιθαγένεια.

Εξαίρεση από τον κανόνα της διατήρησης της ελληνικής ιθαγένειας στην ως άνω περίπτωση συνιστά, ωστόσο, η περίπτωση κατά την οποία ο θετός γονέας –υιοθετήσας υποβάλλει σχετική αίτηση στο Συμβούλιο Ιθαγένειας, με την οποία αιτείται την απώλεια της από τον υιοθετούμενο.  Παράλληλα, κάτι τέτοιο μπορεί να αποφασιστεί και απευθείας από τον ίδιος τον Υπουργό, αν υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι ο υιοθετούμενος έχει κόψει κάθε δεσμό με την Ελλάδα, δεν προτίθεται να επιστρέψει ποτέ, ούτε να ασκήσει τα πολιτικά του καθήκοντα. Στην περίπτωση αυτή, οι αρμόδιες υπηρεσίες (πχ. ληξιαρχείο, δημοτολόγιο) κάνουν τη σχετική αίτηση στο ως άνω Συμβούλιο, του οποίου επικεφαλής είναι ο Υπουργός Εσωτερικών.

Ως εκ τούτου, παρά τη ρητή διάταξη του ΚΕΙ, η αλήθεια είναι ότι η διατήρηση της ελληνικής ιθαγένειας στην περίπτωση που περιγράφουμε, δεν αποτελεί κάτι το αναμφισβήτητο, αλλά αντίθετα κάτι που απαιτεί έρευνα. Έτσι, στην περίπτωση που κάποιος θέλει να διαπιστώσει αν διατηρεί την ελληνική του ιθαγένεια, παρά την υιοθεσία του από αλλοδαπό, θα πρέπει να προστρέξει το πρώτον στο δημοτολόγιο του Δήμου, που αναφέρεται στην ελληνική ληξιαρχική πράξη γέννησής του, στο περιθώριο της οποία θα πρέπει να εγγράφεται και η πράξη υιοθεσίας του. Εάν αυτός παραμένει εγγεγραμμένος στο ως άνω μητρώο χωρίς ένδειξη διαγραφής, τότε αυτό αποτελεί τεκμήριο περί μη απώλειας της ελληνικής ιθαγένειας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 20 του ΚΕΙ.

Η εξέταση, ωστόσο, υποβολής σχετικού αιτήματος προς το Συμβούλιο Ιθαγένειας, απαιτεί διενέργεια ελέγχου στα αρχεία του Σ.Ι, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου και βάσει συγκεκριμένων στοιχείων που οριοθετούν χρονικά την έρευνα. Ακολουθείται, δε,  η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 26 του ΚΕΙ, σύμφωνα με την οποία: «1. Όποιος επιθυμεί τη διαπίστωση (καθορισμό) της ελληνικής Ιθαγένειας αυτού του ιδίου, ή προσώπου που απεβίωσε για τον καθορισμό της Ιθαγένειας του οποίου ο αιτών, ως κατιών ή ο σύζυγός του, έχει έννομο συμφέρον, υποβάλλει σχετική αίτηση στην αρμόδια Περιφερειακή Διεύθυνση Ιθαγένειας που καθορίζεται από την τελευταία δημοτολογική ή άλλη εγγραφή που προσκομίζεται, διαφορετικά στην Περιφερειακή Διεύθυνση του τόπου κατοικίας του. Εφόσον ο αιτών έχει εισέλθει νόμιμα στη χώρα, η νομιμότητα της παραμονής του δεν αποτελεί προϋπόθεση υποβολής της αίτησης. Η αίτηση μπορεί να υποβληθεί και στον έλληνα πρόξενο του τόπου διαμονής του αιτούντος. Ο πρόξενος, αφού διεξάγει σχετική έρευνα, ιδίως στα προξενικά μητρώα, διαβιβάζει άμεσα την αίτηση στην ανωτέρω αρμόδια Περιφερειακή Διεύθυνση. 2. Με την αίτηση συνυποβάλλονται τα δικαιολογητικά που αντιστοιχούν στους λόγους κτήσης ιθαγένειας τους οποίους επικαλείται ο αιτών. Ληξιαρχικά ή δημοτολογικά γεγονότα γίνονται δεκτά ως βάση διαπίστωσης (καθορισμού) της Ελληνικής Ιθαγένειας ακόμη και αν προκύπτουν από καταργηθέντα δημοτολόγια ή στρατολογικά μητρώα. Έμμεση μνεία ληξιαρχικών ή δημοτολογικών γεγονότων σε άλλες ληξιαρχικές ή δημοτολογικές εγγραφές, σε εγγραφές κτήσης Ιθαγένειας, σε προξενικά μητρώα ή άλλα δημόσια μητρώα και έγγραφα γίνονται καταρχήν δεκτά ως βάση καθορισμού της Ελληνικής Ιθαγένειας, εκτός αν η ακρίβεια της σχετικής μνείας αμφισβητηθεί αιτιολογημένα. 3. Η Περιφερειακή Διεύθυνση εξετάζει αν πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις διαπίστωσης (καθορισμού) Ιθαγένειας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος ή του διεθνούς δικαίου, είτε με προϊσχύσασες διατάξεις εσωτερικού δικαίου ή διεθνείς συμβάσεις και συνθήκες, και προβαίνει στην έκδοση σχετικής διαπιστωτικής ή απορριπτικής πράξης. 4. Σε περίπτωση απορριπτικής απόφασης κατά την παράγραφο 3, ο ενδιαφερόμενος διατηρεί τη δυνατότητα προσφυγής ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών, ο οποίος μπορεί να παραπέμπει την υπόθεση για διατύπωση γνώμης στο Συμβούλιο Ιθαγένειας. Η προθεσμία εξέτασης της προσφυγής αναστέλλεται έως τη γνωμοδότηση του Συμβουλίου Ιθαγένειας και την υπογραφή των πρακτικών. Σε κάθε περίπτωση, η αναστολή δεν μπορεί να υπερβεί τους έξι (6) μήνες. 5. Με την απόφαση διαπίστωσης (καθορισμού) Ιθαγένειας ορίζεται και ο δήμος, στο δημοτολόγιο του οποίου εγγράφεται ο δικαιούχος εφόσον δεν διαμένει στην Ελλάδα. 6. Με την ανωτέρω διαδικασία εξετάζονται και αιτήσεις ήδη δημοτολογημένων προσώπων, τα οποία αιτούνται την αλλαγή της νομικής βάσης κτήσης της Ελληνικής τους Ιθαγένειας».

Παράλληλα, γίνεται αντιληπτό ότι τα τέκνα του υιοθετούμενου από αλλοδαπό, εφόσον ο τελευταίος διαπιστωθεί ότι διατηρεί την ελληνική ιθαγένειά του, νομιμοποιούνται και αυτά με τη σειρά τους να την αποκτήσουν δυνάμει του άρθρου 1 του ΚΕΙ, σύμφωνα με το οποίο: «1. Το τέκνο Έλληνα ή Ελληνίδας αποκτά από τη γέννησή του την Ελληνική Ιθαγένεια. 2. Την Ελληνική Ιθαγένεια αποκτά από τη γέννησή του όποιος γεννιέται σε ελληνικό έδαφος, εφόσον: α. ένας από τους γονείς του έχει γεννηθεί στην Ελλάδα και κατοικεί μόνιμα στη Χώρα από τη γέννησή του ή β. δεν αποκτά αλλοδαπή ιθαγένεια με τη γέννησή του ούτε μπορεί να αποκτήσει τέτοια με σχετική δήλωση των γονέων του στις οικείες αλλοδαπές αρχές, αν το δίκαιο της ιθαγένειας των γονέων του απαιτεί την υποβολή παρόμοιας δήλωσης, ή γ. είναι άγνωστης ιθαγένειας, εφόσον η αδυναμία διαπίστωσης της τυχόν αποκτώμενης με τη γέννηση αλλοδαπής ιθαγένειας δεν οφείλεται σε άρνηση συνεργασίας γονέα». Αξίζει, δε, να αναφερθεί ότι το τέκνο υιοθετούμενου από αλλοδαπό μπορεί να ακολουθήσει, ομοίως, την προαναφερόμενη διαδικασία του άρθρου 26 του ΚΕΙ.


 Μη χάνετε την έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωσή σας. Ακολουθήστε μας τώρα στα Google News