ΑΠΟΦΑΣΗ 319/2023
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή ………….. Είρηνοδίκη και τη Γραμματέα …………………..
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, την …………… και ώρα ………… για να δικάσει την υπ' αριθ. …………. αίτηση μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΑ: ……………………, κατοίκου Πειραιά, ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας του δικηγόρου Αθηνάς Κακλαμάνη.
0 αιτών με την υπό ημερομηνία 21-04-2023 αίτησή του, που απηύθυνε προς το Δικαστήριο τούτο και για όσους λόγους εκθέτει στα σχετικά δικόγραφα, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα αιτήματά του.
Για τα συζήτηση της αίτησης ορίστηκε με την υπ’ αριθμ. ……….. πράξη της Ειρηνοδίκη, δικάσιμος εκείνη που σημειώνεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Το δικαστήριο μετά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ’ αυτό.
Μελέτησε τη δικογραφία.
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 4 του Ν.4491/2017, η αλλαγή της νομικής καταχώρησης φύλου δεν προϋποθέτει ιατρικές επεμβάσεις στο σώμα του ενδιαφερομένου ατόμου, γεγονός που ήδη γινόταν δεκτό από τη νομολογία, καθόσον πρόκειται για μία διαδικασία ιδιαίτερα επίπονη (σωματικά και ψυχικά), που επιπλέον δεν είναι οικονομικά προσιτή, στο μέτρο που η επέμβαση δεν καλύπτεται από κρατικούς φορείς ασφάλισης. Κυρίως όμως περιλαμβάνει τον ιδιαίτερα προσβλητικό ακρωτηριασμό του προσώπου. Ο ακρωτηριασμός αυτός έχει ρητά καταδικασθεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό υγείας, ο οποίος καλεί τα κράτη –μέλη «να διασφαλίσουν ότι η στείρωση ή άλλες ιατρικές διαδικασίες που οδηγούν σ’ αυτήν, δεν πρέπει να είναι προαπαιτούμενα για τη νομική αναγνώριση του επιθυμητού φύλου». Επίσης, σύμφωνα με ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, «τα κράτη –μέλη πρέπει να θεσπίσουν ή να επανεξετάσουν τις διαδικασίες νομικής αναγνώρισης του φύλου με στόχου τον πλήρη σεβασμό του δικαιώματος των διεμφυλικών ατόμων στην αξιοπρέπεια και τη σωματική ακεραιότητα», ενώ ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών στην από 1ης Φεβρουαρίου 2013 Έκθεση του Ειδικού Εισηγητή του ΟΗΕ για τα βασανιστήρια και κάθε άλλη βάναυση, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, επισημαίνει ότι η προϋπόθεση της στείρωσης ως προαπαιτούμενο για την αναγνώριση των διεμφυλικών ατόμων συνιστά βασανιστήριο. Ακόμη, η διαδικασία της διόρθωσης του καταχωρισμένου φύλου με το προαπαιτούμενο της υποχρεωτικής στείρωσης έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα (άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1), καθώς και με το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), σύμφωνα με το οποίο «καθένας έχει δικαίωμα στο σεβασμό της προσωπικής και οικογενειακής του ζωής». Επιπλέον, έρχεται σε αντίθεση με τα άρθρα 2 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κατοχυρώνουν την ισότητα και την απαγόρευση των διακρίσεων, με την έννοια ότι μία κατάσταση, όπως η «δυσφορία γένους», δεν πρέπει να επιβαρύνει υπερβολικά τον ενδιαφερόμενο προκειμένου αυτός να εξασφαλίσει τη μεταχείριση που ζητεί από την Πολιτεία. Ως ουσιαστικές προϋποθέσεις της διόρθωσης του καταχωρισμένου φύλου τίθενται από το Ν. 4491/2017 οι εξής: α) η ασυμφωνία μεταξύ της ταυτότητας φύλου και καταχωρισμένου φύλου (άρθρο 3 παρ. 1 του ως άνω νόμου), η οποία αποδεικνύεται με οποιονδήποτε τρόπο και δεν απαιτείται να τεκμηριώνεται, διότι αυτό θα ήταν αντίθετο τόσο προς το γενικό πνεύμα του ως άνω νομοθετήματος, όσο και στην προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και του ιδιωτικού βίου, β) η πλήρης δικαιοπρακτική ικανότητα, με εξαίρεση τους ανήλικους που έχουν συμπληρώσει το δέκατο έβδομο έτος της ηλικίας τους, εφόσον υπάρχει ρητή συναίνεση των ασκούντων την γονική τους μέριμνα και τους ανήλικους που έχουν συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας τους, εφόσον υπάρχει επιπλέον θετική γνωμάτευση διεπιστημονικής Επιτροπής που συστήνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Υγείας για δύο έτη (άρθρο 3 παρ. 2 του ως άνω νόμου), η δε εξέταση από το δικαστήριο της δικαιοπρακτικής ικανότητας ενός ενήλικου προσώπου δεν θα πρέπει να γίνεται, παρά μόνο αν υπάρχουν ειδικοί λόγοι προς αυτό, δηλαδή κατά τεκμήριο, όπως σε όλες τις δικαιοπρακτικές δηλώσεις, ένα ενήλικο πρόσωπο που δεν έχει τεθεί υπό δικαστική συμπαράσταση, είναι πλήρως ικανό για δικαιοπραξία (εκτός αν προκύπτει ότι βρίσκεται σε μία από τις καταστάσεις της Α.Κ 131), γ) η αγαμία (άρθρο 3 παρ. 3 του ως άνω νόμου και δ) να μην έχει διορθωθεί το καταχωρισμένο φύλο ήδη δύο φορές (άρθρο 4 παρ. 4 του ως άνω νόμου). Περαιτέρω, από τις διατάξεις της νομοθεσίας που αφορούν το όνομα και ιδίως από το άρθρο 58 ΑΚ, με το οποίο προστατεύεται ο δικαιούμενος να φέρει ορισμένο όνομα κατά της παρανόμου χρήσεως αυτού από άλλο πρόσωπο (ΕΑ 5019/1996 ΕλλΔνη 38. 1591) και από το άρθρο 415 ΠΚ, με το οποίο τιμωρείται η αυθαίρετη μεταβολή του ονόματος, προκύπτιε ότι ο νομοθέτης απέβλεψε στο όνομα ως χαρακτηριστικό στοιχείο της προσωπικότητας και θέλησε να διατηρείται αυτό σταθερό και αμετάβλητο χάριν της ιδίας προσωπικότητας του ατόμου και συγχρόνως της ασφάλειας των συναλλαγών. Από το συνδυασμό όμως των ανωτέρω διατάξεων προς το άρθρο 13 παρ. 1 του Ν. 344/1976 «περί ληξιαρχικών πράξεων», με το οποίο ορίζεται ότι απαιτείται τελεσίδικη δικαστική απόφαση για τη διόρθωση οποιασδήποτε ληξιαρχικής πράξεως και συνεπώς και αυτής της γεννήσεως κάποιου προσώπου, της οποίας πράξης στοιχείο είναι και το κύριο όνομα αυτού κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του προαναφερόμενου νομοθετήματος, προκύπτει ότι ο νομοθέτης δέχθηκε παρεκκλίσεις από την ανωτέρω αναφερόμενη αρχή του σταθερού και αμεταβλήτου ονόματος, οι οποίες επιβάλλονται πάλι χάριν του ίδιου του προσώπου. Ενόψει αυτών, αλλά και της συνταγματικής προστασίας που απολαμβάνει το προσωποπαγές δικαίωμα της προσωπικότητας του ανθρώπου με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, με το οποίο ορίζεται ότι «καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύξει ελεύθερα την προσωπικότητά του», συνάγεται περαιτέρω ότι το πρόσωπο δικαιούται να ζητήσει δικαστικώς τη διόρθωση του κυρίου ονόματος που δόθηκε με τη βάπτισή του, υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχει γι’ αυτό κάποια εξαιρετική περίπτωση ή ιδιαίτερη ανάγκη ή το όνομα αυτό έχει δικαιολογημένα ανεπιθύμητες συνέπειες, πράγμα το οποίο συμβαίνει όταν δεν είναι εύηχο ή σχετίζεται με την ηθική προσωπικότητα του ατόμου, ή τέλος, αποκτήθηκε από ενήλικο προσφάτως και του δημιουργεί προβλήματα στις σχέσεις του με τους άλλους, που τον γνώριζαν με το παλαιό του όνομα (ΑΠ (Γ’ Τμήμα) 573/1981, ΝοΒ 29, 901, ΑΠ (Γ’ Τμήμα) 570/1981, ΕΕΝ 1982, σελ. 323). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 34 έως 60 του Α.Κ συνάγεται ότι ο Αστικός Κώδικας αναγνωρίζει δύο φύλα του ανθρώπινου γένους, ήτοι το αρσενικό και το θηλυκό, σε περίπτωση δε ασυμφωνίας μεταξύ ταυτότητας φύλου και καταχωρισμένου φύλου το πρόσωπο μπορεί, κατ’ άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 4491/2017, να ζητήσει τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου του, ώστε αυτό να αντιστοιχεί στη βούληση, στην προσωπική αίσθηση του σώματος και στην εξωτερική του εικόνα, στη δε συντασσόμενη ληξιαρχική πράξη γεννήσεως του προσώπου αυτού πρέπει να αναγράφεται το φύλο που αντιστοιχεί στα ανωτέρω στοιχεία, γεγονός όμως που είναι, όχι σε σπάνιες περιπτώσεις, δυσδιάκριτο, ιδίως κατά τη βρεφική ηλικία, οπότε κατά κανόνα συντάσσεται η ληξιαρχική πράξη γεννήσεως. Έτσι, δεν αποκλείεται η εσφαλμένη καταχώρηση του φύλου, γεγονός που αποκαλύπτεται αργότερα. Στην περίπτωση αυτή, είναι επιτρεπτή, όπως προεκτέθη, η διόρθωση της ενδεχομένως εσφαλμένης, κατά την αναφορά του φύλου, ληξιαρχικής πράξης γεννήσεως και κατ’ ακολουθία και του κύριου ονόματος, του οποίου η αλλαγή δεν προσκρούει σε απαγορευτική διάταξη νόμου, ούτε στο μυστήριο του βαπτίσματος, του οποίου συστατικό στοιχείο που ανάγεται στην ουσία του δόγματος δεν είναι η ονοματοδοσία, η οποία διατηρεί την αυτοτέλειά της σε σχέση με τη βάπτιση (Γ. Μπαλής, Βάπτισμα και ονοματισμός, Θ. ΞΔ’ 953 επ., Θ. Τάτσος, Ονοματοδοσία –αναβαπτισμός, 657 επ., Γεωργιάδης –Σταθόπουλος, Ερμηνεία Α.Κ, άρθρο 58, ΟλΑΠ 240/1975, Νοβ. 23, 655, ΜΠρΔΡ 68/1972, Νοβ. 20, 1984). Ειδικότερα, στην περίπτωση ασυμφωνίας μεταξύ ταυτότητας φύλου και καταχωρισμένου φύλου, όταν αποδειχθεί ότι συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτει ο Ν. 4491/2017 για τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου, θα προσκρούει στο ηθικό αίσθημα και στην έννομη τάξη η χρήση, από το πρόσωπο το οποίο ζητεί την εν λόγω διόρθωση, του κύριου ονόματος που του είχε δοθεί, αν ιδίως το πρόσωπο τούτο συμπεριφέρεται στην κοινωνία με εκδηλώσεις φύλου αντίθετου εκείνου στο οποίο είχε αρχικά καταταγεί, γι’ αυτό αναγκαία είναι η αλλαγή του ονόματός του και η πρόσληψη νέου που να προσιδιάζει στο νέο φύλου, που θα γίνει, χωρίς νέο βάπτισμα, δεδομένου ότι το μυστήριο του βαπτίσματος δεν μπορεί να επαναληφθεί, αλλά με δήλωση του ως άνω προσώπου που έχει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα και με διόρθωση της οικείας ληξιαρχικής πράξης γεννήσεως (Β. Μπρακατσούλας, Εκούσια Δικαιοδοσία, έκδοση 6η, σελ. 224, Β. Βαθρακοκοίλης, Ερμηνεία Κ. Πολ.Δ άρθρο 782, σελ. 506, ΜΠρΘες 20167/1998, αδημ. , ΜΠρΚατερ. 320/1998, αδημ. , ΜΠρΚαρδ. 245/1998, αδημ. , ΜΠρΑθ. 5185/1997, αδημ. , ΜΠρΑθ 6337/1997, αδημ., ΜΠρΛαμ 285/1995, αδημ. ).
Με την κρινόμενη αίτηση ο αιτών, επικαλούμενος άμεσο έννομο συμφέρον, ζητεί, για τους διαλαμβάνομενους σ’ αυτή λόγους, τη διόρθωση της ληξιαρχικής πράξης γεννήσεώς του, την οποία συνέταξε ο Ληξίαρχος του Δήμου Πειραιά, ως προς το καταχωρισμένο σ’ αυτήν φύλο του, το κύριο όνομά του και το επίθετό του, λόγω ασυμφωνίας μεταξύ ταυτότητας φύλου και καταχωρισμένου φύλου αυτού, ώστε αυτό (το φύλο) να αντιστοιχεί στη βούληση, στην προσωπική αίσθηση του σώματος και στην εξωτερική του εικόνα.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον (άρθρα 739, 740 παρ. 1 και 782 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ) εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 επ., ΚΠολΔ), και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 του Συντάγματος, 8 της ΕΣΔΑ, 3 και 4 του Ν. 4491/2017, 13 παρ. 1 του ν. 344/1976 και 782 παρ. 3 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησης έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 748 παρ. 2 ΚΠολΔ προδικασία με την επίδοση αντιγράφου της υπό κρίση αίτησης στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά (βλ. την υπ’ αριθμ …………. Έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………………).
Από την ανωμοτί εξέταση του αιτούντα, που δόθηκε χωρίς δημοσιότητα, και τα έγγραφα που παραδεκτά και νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται ο αιτών αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο αιτών γεννήθηκε στον Πειραιά Αττικής στις ……………….και συντάχθηκε από τη Ληξίαρχο του Ληξιαρχείου του Δήμου Πειραιά η υπ’ αριθμ. ………ληξιαρχική πράξη γεννήσεως, η οποία στη θέση του φύλου του αιτούντα αναγράφει «άρρεν», στη θέση του κύριου ονόματός του «……» και στη θέση του επωνύμου του «……» (βλ. την ως άνω προσκομιζόμενη ληξιαρχική πράξη). Στη συνέχεια και για μακρά χρονική περίοδο ο αιτών παρουσίασε συμπτώματα διεμφυλικής διαταραχής (άρρεν προς θήλεος). Ο εσωτερικός και προσωπικός τρόπος, με τον οποίο ο ίδιος βιώνει το φύλο του, δεν αντιστοιχεί στο φύλο που καταχωρίστηκε κατά τη γέννησή του με βάση τα βιολογικά του χαρακτηριστικά, με συνέπεια να βιώνει «ασυμφωνία γένους», σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσης αποφάσεως. Ήδη από μακρά χρονική περίοδο ο ατιών είχε γνωστοποιήσει στους οικείους του, ότι ο τρόπος με τον οποίο βίωνε το φύλο του δεν αντιστοιχούσε με την εμφάνισή του, οι επιλογές του από μακρά χρονική περίοδο (ένδυση, υπόδηση, εμφάνιση χόμπυ κ.λ.π) και η προσωπική αίσθηση του σώματός του προσιδίαζε σε θήλυ άτομο. Ο αιτών υποβάλλεται σε ορμονοθεραπεία, ενώ η κοινωνική και εξωτερική έκφραση του φύλου του προσιδιάζει σε θήλυ άτομο. Ο αιτών δεν είναι έγγαμος και δεν έχει τεθεί σε δικαστική συμπαράσταση, ενώ αιτείται το πρώτον τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου του στην ως άνω ληξιαρχική πράξη γεννήσεώς του. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, εσφαλμένα κατά τη γέννηση του αιτούντα δηλώθηκε το γένος αυτού ως άρρεν, ενώ αποδείχθηκε ότι επικρατέστερα σ’ αυτόν ήταν τα γνωρίσματα του θήλεος. Έτσι, λόγω της εσφαλμένης διαγνώσεως του φύλου του αιτούντα, δόθηκε σ’ αυτόν κατά τη βάπτισή του το όνομα «……..», που προσιδιάζει σε πρόσωπα αρσενικού γένους. Ήδη ο αιτών δηλώνει ότι φέρει το όνομα «Δανάη», με το οποίο επιθυμεί να διακρίνεται τόσο στο οικογενειακό όσο και στο κοινωνικό του περιβάλλον.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις της διόρθωσης του καταχωρισμένου φύλου του αιτούντα στην ως άνω ληξιαρχική πράξη γεννήσεώς του και η διατήρηση του παλαιού κυρίου ονόματος θα προσκρούει στο ηθικό αίσθημα και στην έννομη τάξη, αλλά και του προφανούς εννόμου συμφέροντος του αιτούντα, πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη αίτηση και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να διαταχθούν όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δέχεται την αίτηση.
Διατάσσει τη διόρθωση της με αριθμό …………..Ληξιαρχικής Πράξης Γέννησης του αιτούντα ………………, που συνέταξε η Ληξίαρχος του Δήμου Πειραιά, ως προς το φύλο αυτού αντί του αναγραφόμενου «άρρεν» σε «θήλυ», ως προς το κύριο όνομα του αιτούντα αντί του αναγραφόμενου «……..» στο «…….» και κατ’ ακολουθία ως προς το επώνυμο αυτού αντί του αναγραφόμενου «………….» στο «…………..», προς το σκοπό έκδοσης νέας ληξιαρχικής πράξης, η οποία θα περιέχει τα ως άνω στοιχεία.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά και στο ακροατήριο του Ειρηνοδικείου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις …………………., απόντων των διαδίκων.
Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(υπογραφή) (υπογραφή)