Δικηγορικό Γραφείο
Η έννοια του προβοκάτορα στο ποινικό δίκαιο

Ένα ακανθώδες ζήτημα του ποινικού δικαίου που εγείρει αντιδράσεις και προβληματισμό, είναι η περίπτωση του «agent provocateur», ή αλλιώς του προβοκάτορα. Η έννοια του προβοκάτορα τυποποιείται στο άρθ.46 παρ.2 ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο, προβοκάτορας είναι: «Όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να τελέσει κάποιο έγκλημα, με σκοπό να τον καταλάβει ενώ αποπειράται να τελέσει το έγκλημα ή ενώ επιχειρεί αξιόποινη προπαρασκευαστική του πράξη και με την θέληση να τον ανακόψει από την αποπεράτωση του εγκλήματος».

Παραδείγματος χάριν, προβοκάτορας είναι εκείνος που πείθει κάποιον να αφαιρέσει (κλέψει) ένα αντικείμενο, με απώτερο σκοπό να τον καταγγείλει στις Αρχές ή ακόμα-ακόμα να τον συλλάβει. Όπως επίσης προβοκάτορας είναι εκείνος ο οποίος πείθει κάποιον να του πουλήσει ναρκωτικές ουσίες, με σκοπό να τον συλλάβει επ’ αυτοφώρω.

Η περίσταση του προβοκάτορα, είναι μια ιδιάζουσα μορφή ηθικής αυτουργίας, επειδή στην ουσία «δημιουργεί» εγκληματικότητα. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, όποιος προκαλέσει σε άλλον την απόφαση τέλεσης εγκλήματος, με σκοπό να τον καταλάβει επ’ αυτοφώρω, τιμωρείται με την ποινή του αυτουργού, μειωμένη στο μισό.

Ουσιώδες στοιχείο για τη στοιχειοθέτηση της περίστασης του προβοκάτορα, είναι η πρόκληση απόφασης στον άλλο, για τέλεση εγκλήματος. Δηλαδή απαραίτητο στοιχείο είναι να προκάλεσε ο προβοκάτορας στον τρίτο, την απόφαση για τέλεση εγκλήματος που αλλιώς δεν θα είχε τελέσει. Αυτή η περίπτωση είναι δυσαπόδεικτη, όμως θεωρείται ότι η απόφαση στον τρίτο ΔΕΝ δημιουργήθηκε από τον δυνάμει προβοκάτορα, όταν ο τρίτος τελούσε κατά κόρον το συγκεκριμένο έγκλημα.

Εμφατική περίπτωση ηθικού προβοκάτορα, αποτελεί η υπόθεση «Texeira de Castro κατά Πορτογαλίας» η οποία απασχόλησε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων των Ανθρώπων (Ε.Δ.Δ.Α.). Στην εν λόγω υπόθεση, αστυνομικοί προσέγγισαν τον V.S., παριστάνοντας τους ενδιαφερόμενους αγοραστές ναρκωτικών ουσιών, προκειμένου να αγοράσουν απ’ αυτόν χασίς. Ο V.S. εν τούτοις δεν κατάφερε να βρει χασίς. Στη συνέχεια, οι ίδιοι αστυνομικοί τον προσέγγισαν εκ νέου, αναφέροντας του ότι πλέον ενδιαφέρονταν για αγορά ηρωίνης. Και πάλι ο V.S. δεν κατείχε κάποια ναρκωτική ουσία, όμως μετά από πιέσεις των αστυνομικών (υποκρυπτόμενων) τους ανέφερε το όνομα του Texeira ως προσώπου που πιθανώς θα μπορούσε να τους ικανοποιήσει. Στη συνέχεια πράγματι έγινε συνάντηση στην οποία ο Texeira τους προμήθευσε με ναρκωτική ουσία και τότε οι αστυνομικοί αποκάλυψαν την ταυτότητα τους και συνέλαβαν τον Texeira και τον V.S. για διακίνηση ναρκωτικών ουσιών.

Ο Texeira προσέφυγε στο Ε.Δ.Δ.Α., επικαλούμενος ότι η τέλεση της πράξης του οφείλεται στην δράση ως agent provocateur των αστυνομικών και ότι η δράση τους δεν έλαβε χώρα βάσει δικαστικής εντολής.

Το Ε.Δ.Δ.Α. δικαίωσε τον Texeira, αφού απεφάνθη ότι όντως οι ενέργειες των δυο μυστικών αστυνομικών υποκίνησαν το έγκλημα καθώς δεν ανέκυψε οποιοδήποτε στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι ο Texeira θα προέβαινε στη τέλεση του εγκλήματος αυτού, εάν εξέλειπε η παρέμβαση και η πίεση των αστυνομικών. Και κατ’ επέκταση η εν λόγω συμπεριφορά των διωκτικών οργάνων παραβίασε το δικαίωμα του Texeira σε δίκαιη δίκη κατ’ άρθ.6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.).

Η περίπτωση του προβοκάτορα λοιπόν (agent provocateur), είναι αξιόποινη κατά το άρθ.46 παρ.2 ΠΚ, αφού αποτελεί ουσιαστικά περίπτωση ηθικής αυτουργίας τέλεσης του εκάστοτε εγκλήματος. Η εν λόγω απαξία της ηθικής αυτουργίας του προβοκάτορα, ΔΕΝ αίρει το άδικο της πράξης του τρίτου, έχει όμως πολύπλευρες δικονομικές συνέπειες, μια εκ των οποίων (παραβίαση του δικαιώματος σε Δίκαιη Δίκη) αναγνώρισε και το Ε.Δ.Δ.Α. στην ανωτέρω αναφερόμενη υπόθεση «Texeira de Castro κατά Πορτογαλίας».

Από τα ανωτέρω, προκύπτει με σαφήνεια η ποινική απαξία αλλά και η προβληματικότητα της περίπτωσης του προβοκάτορα. Ορθώς ο Νόμος προβλέπει ποινική κύρωση για την συγκεκριμένη πράξη. Εν τούτοις, προβλέπονται ειδικές ανακριτικές πράξεις, οι οποίες αίρουν το αξιόποινο της συμπεριφοράς του προβοκάτορα, εφόσον έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος.

Αναφερόμαστε στις διατάξεις του άρθ.254 ΚΠΔ, σύμφωνα με τις οποίες προβλέπονται οι ειδικές ανακριτικές πράξεις της α) συγκαλυμμένης έρευνας, β) ανακριτικής διείσδυσης κ.α., οι οποίες αφορούν συμπεριφορές των διωκτικών οργάνων (αστυνομικών) ή ιδιωτών, οι οποίοι αναλαμβάνουν συγκαλυμμένη δράση στα πλαίσια μιας εγκληματικής δραστηριότητας, ώστε να παράσχουν στις Αρχές, πληροφορίες εκ των έσω, προκειμένου να αποκαλυφθεί η εγκληματική δραστηριότητα.

Στην περίπτωση του άρθ. 254ΚΠΔ, το αξιόποινο των πράξεων του συγκαλυμμένα δρώντος, αίρεται, εφόσον τηρηθούν οι κάτωθι προϋποθέσεις:

Προϋποθέσεις νομιμότητας βάσει του αρθ.254 ΚΠΔ (253Α παλαιού ΚΠΔ).

1) Να αφορά αδίκημα από τα περιοριστικώς προβλεπόμενα στην παρ.1 του άρθ.254ΚΠΔ (π.χ. εγκληματική οργάνωση).

2) Να υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την τέλεση των ανωτέρω πράξεων.
Σε ότι αφορά την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων, για την τέλεση των υπό διερεύνηση πράξεων, γίνεται λόγος για το αν αυτές θα πρέπει να αφορούν πράξεις ή κατηγορουμένους. Από τη στιγμή που η ποινική δίωξη στο νομικό μας σύστημα ασκείται πάντα in rem και όχι in personam, οι ανωτέρω απαιτούμενες από το άρθ254 ΚΠΔ, σοβαρές ενδείξεις, αφορούν την τέλεση της πράξης και όχι τα πρόσωπα.
Κατά συνέπεια η αναγωγή στα πρόσωπα θα γίνει μόνο εφόσον συλλεχθούν πρώτα τα αποδεικτικά στοιχεία, που αποτελεί τον στόχο και τον σκοπό της ανακριτικής διείσδυσης, για την τέλεση του εγκλήματος και μετά από αυτά να διερευνηθεί η ατομική ποινική ευθύνη.

3) Την τέλεση των εγκλημάτων να την είχαν προαποφασίσει οι υπό διερεύνηση δράστες. (αποτελεί έκφανση του παθητικού χαρακτήρα που πρέπει να έχει ο συγκαλυμμένα δρών).
Κατ’ αρχάς η έννοια της «προαπόφασης των δραστών», τίθεται ως προϋπόθεση νομιμότητας, προφανώς προκειμένου να διασφαλισθεί το γεγονός ότι η εγκληματική δράση δεν ήταν αποτέλεσμα επιρροής ή και της επιρροής του αστυνομικού οργάνου, ότι το τελευταίο δηλαδή δεν έδρασε ως agent provocateur (προβοκάτορας ηθικός αυτουργός). Επειδή είναι δύσκολη η απόδειξη της προαπόφασης, θα πρέπει αυτή να μπορεί να αποδειχθεί ή μέσω ειδικών ανακριτικών πράξεων όπως είναι η εκτός κατοικίας καταγραφή εικόνας ή ήχου που προβλέπει το άρθ.254 ΚΠΔ, ή μέσω της άρσης των τηλ. επικοινωνιών ή με άλλο αποδεικτικό μέσο. Αν δεν υφίσταται κάποιο αποδεικτικό μέσο που να την αποδεικνύει, τότε θα πρέπει να μπορεί να συναχθεί από την προδιάθεση που έχει η εκάστοτε ομάδα στην τέλεση ενός εγκλήματος. Θα πρέπει όμως να έχει έρεισμα σε μια προηγούμενη όμοια εγκληματική συμπεριφορά. Δηλαδή θα πρέπει η παρακολούθηση να έχει ως σκοπό την ανακάλυψη υφιστάμενης εγκληματικής συμπεριφοράς και όχι την πρόκληση άπαξ της εν λόγω εγκληματικής συμπεριφοράς, με απώτερο σκοπό τη σύλληψη των δραστών (agent provocateur).

4) Αιτιολογημένο βούλευμα του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου που να διατάζει την συγκεκριμένη ανακριτική ενέργεια. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, την έρευνα μπορεί να διατάξει ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής.

5) Η συμπεριφορά του ανακριτικού οργάνου να είναι παθητική.
Με τον όρο παθητικό χαρακτήρα νοείται ότι δεν υπάρχει αιτιώδης παραγωγική συμμετοχή από τη συμπεριφορά του διωκτικού οργάνου, στη διαμόρφωση της βούλησης του κατηγορουμένου. Θα πρέπει η εξωτερική ενέργεια του κατηγορούμενου, για την οποία και θα τον μεμφθεί η πολιτεία δια της ποινής, να μπορεί να αποδοθεί μόνο στον ίδιο και όχι σε ενεργητικές πράξεις του διωκτικού οργάνου. Οι ενεργητικές πράξεις του διωκτικού οργάνου δεν μπορούν να αποδοθούν στον κατηγορούμενο.

6) Οι ανωτέρω προϋποθέσεις πρέπει να συρρέουν σωρευτικώς.

Η διάταξη του άρθ.254 ΚΠΔ είναι κεφαλαιώδους σημασίας, επειδή χαράσσει τα όρια της επιτρεπόμενης δράσης των συγκαλυμμένων αστυνομικών οργάνων, πέραν των οποίων η συμπεριφορά τους καθίσταται αξιόποινη (agent provocateur) και επιφέρει σωρεία δικονομικών συνεπειών.

Το διωκτικό όργανο πρέπει να έχει κατά την επιχείρηση της αστυνομικής διείσδυσης παθητικό ρόλο. Η ανάληψη ενεργητικού ρόλου συνιστά υπέρβαση των ορίων διείσδυσης, καθιστώντας τη δράση αυτή αξιόποινη. Οι πράξεις των διωκτικών οργάνων δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τα όρια της συγκαλυμμένης δράσης τους. Δηλαδή με άλλα λόγια, το διωκτικό όργανο δεν πρέπει να παροτρύνει ή να προκαλεί τον κατηγορούμενο να τελέσει πράξη που αλλιώς δεν θα διέπραττε.

Η επιλογή αυτή έχει βάση σε δυο κυρίως λόγους: α) δεν θεωρείται συνεπές και σύννομο η πολιτεία να παράγει και να προάγει η ίδια το έγκλημα και β) με αυτό τον τρόπο έμμεσα, προκαλείται η απόφαση στον κατηγορούμενο για την τέλεση της προσφερόμενης και εκ των υστέρων αξιόποινης πράξης, παραβιάζοντας ευθέως το δικαίωμα του κατηγορούμενου σε δίκαιη δίκη.

Για τους λόγους αυτούς, επικροτούμε τις διατάξεις που εισήχθησαν με τον Ν.4620/19, οι οποίες περιχαρακώνουν με ακόμα μεγαλύτερη σαφήνεια, τα όρια της επιτρεπόμενης δράσης του συγκαλυμμένου δρώντος.

Γιατί σε κάθε περίπτωση πρέπει να προστατεύονται τόσο τα κεκτημένα Συνταγματικά δικαιώματα μας, όσο και το δικαίωμα του καθενός εξ ημών σε δίκαιη δίκη. Με τα ανωτέρω, σαφώς, δεν εξαντλείται το θέμα του προβοκάτορα, αλλά επιχειρείται μια επιφανειακή προσέγγιση του συγκεκριμένου θέματος, το οποίο όλο και συχνότερα απαντάται στην εγχώρια δικαστηριακή και ανακριτική πρακτική.


Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να απευθυνθείτε στους συνεργάτες του γραφείου μας.


 Μη χάνετε την έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωσή σας. Ακολουθήστε μας τώρα στα Google News