Εδώ και αρκετά χρόνια, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν κατοχυρώσει μία προνομιακή θέση στη ζωή μας, καθώς αποτελούν εργαλεία επαγγελματικής δραστηριότητας, μέσα ενημέρωσης και ψυχαγωγίας και κυρίως τρόπο επικοινωνίας και έκφρασης των χρηστών τους. Έχουν πλέον καθιερωθεί ως αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας, το οποίο εξυπηρετεί και φιλοξενεί πλήθος διαφορετικών δραστηριοτήτων και όπως είναι φυσικό, εξ αυτού του λόγου, είναι αναγκαίο η λειτουργία των μέσων αυτών και η δραστηριοποίησή μας εντός του πλαισίου τους να ρυθμίζονται από το δίκαιο. Και αυτό γιατί αποτελούν πλέον κομμάτι του δημόσιου λόγου και της συμπεριφοράς των ατόμων εντός της κοινωνίας όπου η ελευθερία του λόγου και της έκφρασης οφείλει να συμπορεύεται με τον σεβασμό της ατομικότητας και της προσωπικότητας των υπολοίπων, χρηστών και μη του μέσου.
Αυτή την παραδοχή ασπάζεται και η πρόσφατη απόφαση 370/2022 του Εφετείου Πειραιά, η οποία επιδίκασε αποζημίωση σε χρήστη του facebook για προσβολή της προσωπικότητάς του από συκοφαντικές δημοσιεύσεις και σχόλια άλλου χρήστη σε βάρος του. Βάσει του ιστορικού της υπόθεσης, η -σε πρώτο βαθμό εναγομένη- νυν εκκαλούσα είχε δημοσιεύσει στον προσωπικό της λογαριασμό στο facebook κείμενο και είχε προβεί σε διάφορες αναρτήσεις σε ανοιχτές ομάδες, διαδίδοντας ότι ο ενάγων προκειμένου να πραγματοποιήσει επένδυση και να επιτύχει προσωπικό οικονομικό όφελος, χρησιμοποιεί «υψηλές γνωριμίες», εκδίδοντας παράνομες άδειες οικοδόμησης, σε βάρος του φυσικού περιβάλλοντος της περιοχής. Στις εν λόγω αναρτήσεις, υπήρχαν ξεκάθαρες αιχμές κατά του ενάγοντος ως ατόμου διαπλεκόμενου και διεφθαρμένου, ενώ όσα πραγματικά περιστατικά αναφέρονταν σε αυτές κρίθηκαν κατά την εκτίμηση του δικαστηρίου ψευδή και αβάσιμα. Επίσης, αποδείχθηκε και η υπαιτιότητα της εναγομένης, δηλαδή ότι οι πράξεις της υποκινούνταν από τον σκοπό να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του παθόντος, καθώς η ίδια, κατά το δικαστήριο, γνώριζε το αναληθές των όσων επικαλούνταν, αφού αυτά δεν προέκυπταν από κάποιο έγγραφο ή αποδεικτικό που είχε στην κατοχή της.
Πριν εξετάσει την συνδρομή των πραγματικών περιστατικών το δικαστήριο προέβη σε κάποιες παρατηρήσεις- διαπιστώσεις σχετικά με τη λειτουργία του facebook και τη χρήση του στην εν λόγω υπόθεση. Βάσει του σκεπτικού της απόφασης «…το facebook παρέχει ένα δημόσιο διαδικτυακό χώρο, στον οποίο οι χρήστες κατά κανόνα αποκαλύπτουν πληθώρα στοιχείων της ζωής τους και της προσωπικότητάς τους. Μάλιστα, κατά την επίσημη ιστοσελίδα αυτού (facebook), θεσπίζεται τεκμήριο ότι ο χρήστης επιθυμεί τη διάδοση των πληροφοριών του και όχι την προστασία τους. Σύμφωνα με την πολιτική προστασίας της ιδιωτικότητας του facebook, αλλά και τις ρυθμίσεις που προσφέρει, οι χρήστες έχουν τη δυνατότητα να ρυθμίσουν τον βαθμό δημοσιότητας του προφίλ τους. Ειδικότερα, ο χρήστης έχει τη δυνατότητα και μάλιστα, ανά πάσα στιγμή και όχι μόνο κατά τη δημιουργία του λογαριασμού του, να προβεί σε ρυθμίσεις ιδιωτικότητας στο «προφίλ» του, εάν επιθυμεί να περιορίσει τον κύκλο των προσώπων που έχουν πρόσβαση σε αυτό, στις φωτογραφίες του και γενικότερα στις αναρτήσεις του, δηλαδή να προβεί σε ρυθμίσεις περιορισμού πρόσβασης στις πληροφορίες του - «κλειστό προφίλ», που είναι προσβάσιμο μόνο σε καταχωρημένους «φίλους»). Επίσης, έχει τη δυνατότητα να καταστήσει δημόσια κι ελεύθερα πρσβάσιμα σε όλους (ακόμη και σε χρήστες τού διαδικτύου που δεν έχουν λογαριασμό στο «facebook») τα στοιχεία αυτά, με την καταχώρησή τους στον εν λόγω ιστότοπο χωρίς ρυθμίσεις ασφαλείας - «ανοιχτόπροφίλ» (Τριμ.Εφ.Θεσ. 2116/2020 …)».Το δικαστήριο επεσήμανε ότι η λειτουργία του facebook σε αντίθεση με παραδοσιακούς ιστότοπους ενημέρωσης θεμελιώνεται στις αναρτήσεις των χρηστών και στις απαντήσεις/ σχόλια άλλων χρηστών είτε φίλων του διαχειριστή είτε επισκεπτών του λογαριασμού του. Έτσι, πραγματοποιούνται οι συζητήσεις και οι ανταλλαγές απόψεων μεταξύ του κατόχου και των αναγνωστών, ενώ η εξέλιξή τους αποφασίζεται από τους ίδιους τους συμμετέχοντες, ήτοι τον κάτοχο του λογαριασμού και τους επισκέπτες. Ο δε κάτοχος έχει τη δυνατότητα, αξιοποιώντας τις ρυθμίσεις του facebook να επιλέγει το εύρος του αναγνωστικού κοινού του και των συμμετεχόντων στη συζήτηση. Εν προκειμένω, στην υπόθεση που μας ενδιαφέρει προέκυψε ότι η εκκαλούσα, κατείχε προφίλ με ανοιχτή πρόσβαση, ενώ λόγω της ενεργούς ενασχόλησής της με τα κοινά διέθετε και ευρύ κοινωνικό έρεισμα και οι δημοσιεύσεις της ήταν ορατές ακόμη και σε χρήστες που δεν συγκαταλέγονται στους φίλους της, με αποτέλεσμα τα δυσφημιστικά σχόλια και οι αντίστοιχες αναρτήσεις εις βάρος του παθόντος να ήταν προσβάσιμα σε μεγάλο αριθμό ατόμων.
Το δικαστήριο αφού διαπίστωσε την ευρεία προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος/εφεσιβλήτου, διέταξε την άρση της προσβολής, υποχρεώνοντας την εκκαλούσα να διαγράψει από το προφίλ της την επίμαχη δημοσίευση, να αναρτήσει στον προσωπικό λογαριασμό της αλλά και στο λογαριασμό των ένδικων ανοιχτών ομάδων αυτούσιο το διατακτικό της απόφασης και τέλος να δημοσιεύσει τόσο στο προφίλ της όσο και σε ηλεκτρονική εφημερίδα δήλωση αφενός ανάκλησης των συκοφαντικών δημοσιεύσεων, αφετέρου αποκατάστασης της αλήθειας, της τιμής και της φήμης του ενάγοντος. Επιπλέον, η εκκαλούσα υποχρεώθηκε να καταβάλει το χρηματικό ποσό των 6.000 ευρώ για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων.
Το Εφετείο Πειραιά με την απόφασή του, συμπορευόμενο με την κρίση αρκετών άλλων δικαστηρίων τα τελευταία χρόνια, τα οποία έχουν επιληφθεί αντίστοιχων υποθέσεων, αναγνωρίζει τη σημασία της έκφρασης εντός των μέσων δικτύωσης και τον κίνδυνο που ελλοχεύει όταν αυτή καθίσταται άμετρη, απρεπής και προσβλητική, ιδιαίτερα δε όταν καταλήγει στην προσβολή της προσωπικότητας και της αξιοπρέπειας, ενός άλλου ατόμου. Ενδεχομένως, η αποστασιοποίηση, που προσφέρει η οθόνη, από την πράξη να αποπνέει την ασφάλεια της αποφυγής της δίωξης, ωστόσο πρόσφατες αποφάσεις δικαστηρίων αλλά και κανονισμοί λειτουργίας του ίδιου του facebook ανατρέπουν αυτή τη διαστρεβλωμένη αντίληψη των χρηστών φέρνοντάς τους συχνά αντιμέτωπους με τις ευθύνες τους.