Το κοινωνικό αίτημα ύπαρξης δημόσιων φορέων και δομών, που θα διασφαλίζουν τα συμφέροντα των τέκνων και, δη, εκείνων που εναποτίθενται στην αγκάλη του Κράτους, ελλείψει δικών τους γονέων ή κηδεμόνων, έρχεται να «κουμπώσει» με το ζήτημα των υιοθεσιών. Ενώ, λοιπόν, κάποιος θα έλεγε ότι τα παιδιά το μόνο που έχουν ανάγκη είναι να μεγαλώνουν κοντά σε ανθρώπους που τα αγαπούν, φαινόμενα όπως όλα αυτά που συζητάμε, καθιστά ακόμα πιο δικαιολογημένη την επιφυλακτικότητα του Κράτους απέναντι στις υιοθεσίες, μια επιφυλακτικότητα, που ωστόσο, δεν θα έπρεπε να μεταφράζεται σε παράλογες, γραφειοκρατικές διαδικασίες, τύπου Φρανζ Κάφκα, αλλά με όρους ενίσχυσης των δημόσιων κοινωνικών δομών, ελλείψει των οποίων ο σκοτεινός αριθμός των παράνομων υιοθεσιών και άλλων αδικημάτων κατά ανηλίκων όλο και αυξάνεται! Αυτό, ωστόσο, σημαίνει όχι ότι τα παιδιά δεν θα πρέπει να υιοθετούνται από ζευγάρια ή άτομα που επιθυμούν να γίνουν γονείς, ούτε ότι κάτι τέτοιο θα πρέπει να μετατρέπει τη ζωή τους σε μια γραφειοκρατική οδύσσεια, αλλά ότι η διαδικασία μετάβασης από την ιδρυματική στην οικογενειακή φροντίδα και η τοποθέτηση των παιδιών στις νέες τους οικογένειες, θα έπρεπε να γίνεται αμεσότερα και με ασφάλεια, υπό την εποπτεία κοινωνικών λειτουργών, ψυχολόγων και την άμεση συνδρομή του κράτους, το οποίο θα έχει διπλό ρόλo: να διευκολύνει και να διαφυλάσσει.
Ειδικότερα, προκειμένου να γίνει αντιληπτό το νομικό πλαίσιο που διέπει τις νόμιμες υιοθεσίες, θα πρέπει να αναφέρουμε τις εξής εισαγωγικές παρατηρήσεις.
Καταρχάς, υπάρχουν 3 είδη υιοθεσίας:
- Η λεγόμενη «ιδιωτική υιοθεσία», όταν ένα άτομο ή μία οικογένεια υιοθετεί το παιδί κάποιου άλλου προσώπου ανεξαρτήτως αν το συγκεκριμένο παιδί ανήκει σε ένα συγγενικό άτομο ή σε άγνωστο. Η περίπτωση αυτή της υιοθεσίας ενέχει και την μεγαλύτερη επικινδυνότητα, καθώς οι περισσότερες ιδιωτικές υιοθεσίες είναι παράνομες για μια σειρά από λόγους που θα αναλύσω αργότερα.
- Έπειτα, υπάρχει η «δημόσια υιοθεσία», που είναι η υιοθεσία που έχουμε όλοι στο μυαλό μας και αφορά την περίπτωση που ένα άτομο ή μια οικογένεια υιοθετεί ένα παιδί από ίδρυμα.
- Και τέλος, έχουμε και την διακρατική υιοθεσία, όταν ένα άτομο ή μια οικογένεια υιοθετεί ένα παιδί από το εξωτερικό βάση της σύμβασης της Χάγης.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, πρέπει να πληρούνται σωρευτικά κάποιες βασικές προϋποθέσεις ως προς τους θετούς γονείς, οι οποίες ορίζονται στον Ν. 4538/2018 «Μέτρα για την προώθηση των θεσμών της αναδοχής και της υιοθεσίας και άλλες διατάξεις». Τέτοιες προϋποθέσεις είναι:
- Η ηλικία των θετών γονέων. Ειδικότερα, ο ένας από τους δύο υποψήφιους γονείς πρέπει να είναι άνω των 30 και κάτω των 60 και σε κάθε περίπτωση μεγαλύτερος από τον υιοθετούμενο κατά 18 έτη, αλλά όχι πάνω από 50 ετών.
- Επιπλέον, οι υποψήφιοι γονείς πρέπει να μην έχουν καταδικαστεί τελεσίδικα και να μην εκκρεμεί εις βάρος τους ποινική δίωξη για αδίκημα που αφορά έκπτωση από τη γονική μέριμνα , ναρκωτικά και εμπορία οργάνων. Γι’ αυτό απαιτείται σχετικό πιστοποιητικό εισαγγελικής αρχής, καθώς και αντίγραφο του ποινικού τους μητρώου.
- Κάτι άλλο που εξετάζεται ενδελεχώς είναι η οικονομική κατάσταση των μελλοντικών θετών γονέων. Ειδικότερα, ζητείται το εκκαθαριστικό των υποψηφίων για τα τελευταία 3 έτη, ενώ ιδιαίτερη σημασία δίνεται στο επάγγελμα και στο επίπεδο εκπαίδευσης. Επιπλέον, η σταθερότητα είναι σημαντική. Για το λόγο αυτό απαιτείται και βεβαίωση κατοικίας στην Ελλάδα.
- Παράλληλα η υγεία τους είναι δεδομένο στο οποίο επιδεικνύεται ιδιαίτερη προσοχή σε σωματικό, διανοητικό και ψυχικό επίπεδο! Έτσι, σε πρώτη φάση απαραίτητη είναι η προσκόμιση πιστοποιητικού Δημοσίου Νοσηλευτικού Ιδρύματος και βεβαιώσεις Παθολόγων κατόπιν εξετάσεων ακτινογραφίας θώρακος, HIV, Ηπατίτιδας, και άλλες που αφορούν λοιμώδη –μεταδοτικά νοσήματα, στις οποίες παραπέμπει τους υποψηφίους το Νοσοκομείο. Επιπλέον, χρειάζεται και βεβαίωση Ψυχιάτρου Δημόσιου Νοσοκομείου, ότι ο υποψήφιος δεν πάσχει από ψυχικό νόσημα.
- Τέλος, απαραίτητη προϋπόθεση για την έναρξη της διαδικασίας είναι η συναίνεση τους! Γι αυτό, άλλωστε, απαιτείται και πιστοποιητικό περί μη θέσης σε δικαστική συμπαράσταση ή κίνησης της σχετικής διαδικασίας από το Πρωτοδικείο, ώστε να βεβαιώνεται η ικανότητα για δικαιοπραξία των υποψηφίων, ενώ μοναδική εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση της ιδιωτικής υιοθεσίας, κατά την οποία η τελική συναίνεση της φυσικής μητέρας δίνεται 3 μήνες μετά τη γέννηση του παιδιού, ενώ αρχικά αρκεί απλώς συναίνεση για προσωρινή φιλοξενία του παιδιού της.
Η διαδικασία, δε, που ακολουθείται πραγματοποιείται, πλεόν, σύμφωνα με την ΥΑ Δ11/2020 περί της «Διαδικασίας σύνδεσης ανηλίκων στο Εθνικό Μητρώο Ανηλίκων με τους υποψήφιους αναδόχους και θετούς γονείς», μέσω «ματσαρίσματος», ταιριάσματος δηλαδή, ύστερα από εγγραφή των υποψήφιων γονέων στα αντίστοιχα Μητρώα Θετών και Ανάδοχων Γονέων, μέσω της πλατφόρμας anynet, με τα παιδιά, που είναι εγγεγραμμένα στο αντίστοιχο Μητρώο ανηλίκων προς υιοθεσία ή αναδοχή.
Πρόκειται, δε, για μια χρονοβόρα και ιδιαιτέρως περίπλοκη διαδικασία, κατά την οποία πραγματοποιούνται απαντήσεις σε ερωτηματολόγια, σχετικά με την ηλικία, την κατάσταση της υγείας, την καταγωγή και άλλα στοιχεία του επιθυμητού παιδιού, ενώ την εγγραφή στο μητρώο ακολουθεί, συνήθως εντός 5 μηνών, η χρέωση στην αρμόδια κοινωνική υπηρεσία του φακέλου. Από το σημείο αυτό ακολουθεί εξέταση των υποψηφίων, καθώς και του κοινωνικού/συγγενικού τους κύκλου από Κοινωνικό Λειτουργό, καθώς και η παρακολούθηση σεμιναρίων, με στόχο την εκπόνηση μιας κοινωνικής έκθεσης. Αν αυτή είναι εγκριτική ως προς τα πρόσωπα των υποψηφίων, τότε αυτοί θα πρέπει να περιμένουν το επιθυμητό ματς (ταίριασμα) από το σύστημα. Ακολουθεί η γνωριμία με το παιδί και αν όλα πάνε καλά, η υιοθεσία επικυρώνεται με απόφαση του δικαστηρίου.
Πρόκειται, λοιπόν, για μια ιδιαίτερα χρονοβόρα διαδικασία, κατά την οποία ακόμα και αν οι υποψήφιοι γονείς «εγκριθούν» από το σύστημα, ενδεχομένως να μην «ταιριάξουν» ποτέ με παιδί της επιλογής τους. Αυτό, μάλιστα, είναι κάτι ιδιαίτερα παράδοξο, καθώς στόχος της δημιουργίας των εν λόγω μητρώων είναι υποτίθεται η ανέξοδη και χωρίς καθυστερήσεις υιοθεσία παιδιών μεγαλύτερων σε ηλικία ή με αναπηρία. Ωστόσο, αυτά σπάνια επιλέγονται. Επιπλέον, συχνά, προκειμένου οι άτεκνες οικογένειες να αναλάβουν την ευθύνη, αλλά και την ιδιαίτερη χαρά που αισθάνεται κανείς στο μεγάλωμα ενός παιδιού, καταφεύγουν στο νομικό θεσμό της αναδοχής, σύμφωνα με τον οποίο και εν αντιθέσει με την υιοθεσία ο συγγενικός δεσμός του παιδιού με τους βιολογικούς γονείς δεν διακόπτεται, ελπίζοντας από ανάδοχοι θα γίνουν σύντομα οι θετοί του γονείς. Οι προϋποθέσεις, δε, της αναδοχής είναι λίγο πολύ οι ίδιες με αυτές της υιοθεσίας, απλά γίνεται πιο εύκολα εξαιτίας της προσωρινότητάς της, η οποία προκύπτει από το γεγονός ότι η ανάδοχη οικογένεια δεν αντικαθιστά, αλλά αναπληρώνει την αδύναμη φυσική οικογένεια και καλείται να βοηθήσει στην ομαλή αποκατάσταση και επιστροφή του παιδιού σε αυτή. Η διαδικασία, δε, που ακολουθείται είναι ακριβώς η ίδια με την υιοθεσία, ήτοι μέσω της εγγραφής στο anynet, της κοινωνικής αξιολόγησης του ενδιαφερομένου και του «ματσαρίσματος» του με το παιδί προς αναδοχή.
Η ίδια διαδικασία ακολουθείται και για όσους θέλουν να προχωρήσουν σε ιδιωτικές υιοθεσίες, οι οποίες είναι και οι πιο προβληματικές, καθώς δεν υπήρχε έλεγχος για το νέο περιβάλλον του παιδιού, κανένας περιορισμός στην ηλικία των γονέων και καμία συμβουλευτική διαδικασία. Έτσι, ενώ ο νόμος απαγορεύει τη μεσολάβηση χρημάτων για την υιοθεσία ενός παιδιού, ανακύπτει το φαινόμενο παιδιά να γεννιούνται για να πωληθούν! Όλες αυτές οι υιοθεσίες, όπου υπάρχει οικονομική συναλλαγή, είναι παράνομες. Πρόκειται, δε, για τεράστια χρηματικά ποσά, αν σκεφτεί κανείς ότι τα σχετικά δεδομένα, βγαλμένα από τις δικαστικές αποφάσεις, αποδεικνύουν ότι πρόκειται για μια επιχείρηση, κατά την οποία τα βρέφη πωλούνται για 15.000 -30.000 ευρώ έκαστο. Συχνά, δε, οι εγκυμονούσες είναι από χώρες σε εμπόλεμη κατάσταση, ενώ στο παρελθόν υπήρχαν πολλές τέτοιες περιπτώσεις από την πρώην ΕΣΣΔ, τη Βουλγαρία, τη Γεωργία ή Ρομά από την Ελλάδα. Στα ποσά αυτά περιλαμβάνονταν, εκτός από την αμοιβή της βιολογικής μητέρας –ελάχιστη σε σύγκριση με των υπολοίπων «μεσάζοντων» -, αυτή του δικηγόρου που αναλάμβανε την «ιδιωτική υιοθεσία», τα έξοδα νοσηλείας και τοκετού, καθώς και η αμοιβή των «μεσολαβητών», κυρίως ιατρών ή νοσηλευτικού προσωπικού.
Η διαδικασία συνήθως περιλαμβάνει τρεις φάσεις. Στην πρώτη, με τη γέννηση του παιδιού υπογράφεται συμβολαιογραφική πράξη με την οποία ανατίθεται η προσωρινή επιμέλεια στους ανάδοχους γονείς. Ένα μήνα μετά υπογραφόταν νέο συμβόλαιο, με το οποίο δινόταν η πλήρης επιμέλεια του νεογέννητου, ώστε να προσκομιστεί στο Πρωτοδικείο για την οριστική του επιμέλεια από τους θετούς του γονείς. Πρόκειται για ένα ολόκληρο κύκλωμα εμπορίας ανθρώπων –άλλωστε, η διαδικασία περιλαμβάνει όχι μόνο την αγοροπωλησία των μωρών, αλλά και την μετακίνηση γυναικών από χώρες του εξωτερικού στην Ελλάδα για το στόχο αυτό -, που στηρίζεται πάνω στην απελπισία των συνανθρώπων μας να αποκτήσουν παιδάκι, αλλά και στις ίδιες τις αντιφάσεις της κοινωνίας που ζούμε, αποτέλεσμα των οποίων είναι και τα όσα φρικτά ακούμε τελευταία να διαδραματίζονται γύρω μας. Με άλλα λόγια, γίνεται προφανές, και ιδιαίτερα μετά την ισχύ του ως άνω προστατευτικού νομοθετικού πλαισίου, ότι δεν αρκεί απλά η ψήφιση νόμων για την αποφυγή της εκμετάλλευσης των πιο αδύναμων μελών της κοινωνίας μας, όπως είναι τα παιδιά, αλλά απαιτείται η στελέχωση και η χρηματοδότηση των κοινωνικών υπηρεσιών και δομών, η «επένδυση» σε μόνιμο προσωπικό και η αύξηση των οργανικών θέσεων.
Είναι χαρακτηριστικό, δε, όλης της παραπάνω κατάστασης το γεγονός ότι σε ολόκληρο Δήμο Αθηναίων –το πρώτο δήμο της χώρας –στην υπηρεσία προστασίας του παιδιού υπάρχουν μόνο δύο μόνιμοι υπάλληλοι και 4 συμβασιούχοι, ενώ η Εισαγγελία Ανηλίκων της Αθήνας διαθέτει δύο μόνο Εισαγγελείς! Έτσι, φράσεις που ακούμε συχνά «μα δεν πήρε χαμπάρι η γειτονιά;», «ο δάσκαλος στο σχολείο», «τι κάνανε οι υπηρεσίες του δήμου» κλπ εύκολα μπορούν να απαντηθούν, όπως ακριβώς και το γεγονός ότι η στρατηγική αυτή και η κατεύθυνση να μην ξοδεύονται κονδύλια στην προστασία του παιδιού, «κουμπώνει» με την προθυμία διάφορων ΜΚΟ να αναλάβουν, ανεπιτυχώς και χωρίς κανέναν έλεγχο, ευθύνες που θα έπρεπε να έχουν δημόσιοι φορείς, ως θεματοφύλακες των παιδιών αυτών, με την ενίσχυση των δομών κοινωνικής φροντίδας και δωρεάν πρόσβαση σε αυτές για όλους.