Δικηγορικό Γραφείο
Συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας – Βασικά χαρακτηριστικά και ιδιαιτερότητες

Εισαγωγή

Ως εμπορικός αντιπρόσωπος ορίζεται «εκείνος στον οποίο, υπό την ιδιότητα του ως ανεξάρτητου μεσολαβητή, ανατίθεται, σε μόνιμη βάση, είτε να διαπραγματεύεται για λογαριασμό άλλου προσώπου, το οποίο καλείται "αντιπροσωπευόμενος", την πώληση ή την αγορά εμπορευμάτων, είτε να διαπραγματεύεται και να συνάπτει τις πράξεις αυτές επ` ονόματι και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου. Με τη σύμβαση αυτή ο παραγωγός ή χονδρέμπορος αναθέτει, σε μόνιμη βάση, στον εμπορικό του αντιπρόσωπο, έναντι αμοιβής (προμήθειας), τη, συνήθως για ορισμένη γεωγραφική περιοχή, μέριμνα των υποθέσεών του, η οποία, ως υποχρέωση του αντιπροσώπου, κατευθύνεται είτε στη διαπραγμάτευση είτε στη σύναψη συμβάσεως πωλήσεως ή αγοράς εμπορευμάτων στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου» (βλ. και άρθρ. 1, παρ. 2, της ευρωπαϊκής Οδηγίας 86/653).

Η εν λόγω σύμβαση προβλέπεται στο νόμο και συγκεκριμένα διέπεται από τις διατάξεις του ΠΔ 219/1991 (όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και ισχύει μετά από νομοθετικές παρεμβάσεις του 1993, του 1994 και του 2007).

Βασικά χαρακτηριστικά της Σύμβασης Εμπορικής Αντιπροσωπείας

Η εν λόγω σύμβαση φέρει αμφοτεροβαρή χαρακτήρα, δηλαδή και τα δύο μέρη της σύμβασης αποκτούν από αυτήν τόσο δικαιώματα όσο και υποχρεώσεις. Επίσης υφίσταται σταθερότητα της σχέσης, με την έννοια ότι δεν πρόκειται για μια πρόσκαιρη συνεργασία που προκύπτει περιστασιακά αλλά αντίθετα πρέπει να υπάρχει μονιμότητα και συνέχεια της συνεργασίας. Περαιτέρω, ο χρόνος/ διάρκεια της παροχής του εμπορικού αντιπροσώπου (ήτοι οι υπηρεσίες που δεσμεύεται ο εμπ. αντιπρόσωπος να παρέχει) θεωρούνται διαρκείς και λαμβάνουν χώρα καθ’όλη τη διάρκεια της σύμβασης, άσχετα με το πότε θα επιλέξει ο τελευταίος να προβεί σε συγκεκριμένες υλικές ενέργειες προς την πραγμάτωσή της (πχ να επικοινωνήσει με πιθανούς πελάτες ή να μεταφέρει τα προς πώληση προϊόντα). Επιπλέον, υπάρχει αυτοτέλεια και η ανεξαρτησία της παροχής του εμπ. αντιπροσώπου (βλ. ανάλυση παρακάτω), ενώ τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η ενέργεια του εμπ. αντιπροσώπου γίνεται πάντοτε στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου -αποτελεί εξάλλου και το σημαντικότερο χαρακτηριστικό στοιχείο της εν λόγω σύμβασης-, κατά την έννοια ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος δεν συμβάλλεται με τους τρίτους-πελάτες στο δικό του όνομα αλλά αντίθετα λειτουργεί ως εκπρόσωπος του αντιπροσωπευόμενου-εταιρείας. Επίσης βάσει του νόμου (αρθρ. 8 του ΠΔ), η σύμβαση εμπορική αντιπροσωπείας δεν απαιτείται να είναι σε έγγραφο τύπο αλλά αντίθετα μπορεί να καταρτιστεί εγκύρως και προφορικά.

Τέλος, κι αν ακόμα η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας είναι ορισμένου χρόνου, εφόσον συνεχίζεται και μετά τη λήξη της, αυτόματα καθίσταται σε αορίστου (αρθρ. 8 παρ.2 του ΠΔ).

Ειδικά ως προς τη θέση του εμπορ. αντιπροσώπου και τη σχέση πρόστησης

Η θέση του εμπορικού αντιπροσώπου είναι αυτοτελής, με την έννοια ότι ο εμπ. αντιπρόπωσοπος εμφανίζεται στις συναλλαγές ως ανεξάρτητος επαγγελματίας, που διαθέτει δική του οργάνωση γραφείου, ρυθμίζει σύμφωνα με τη βούλησή του την ανάπτυξη της δραστηριότητάς του και φέρει ίδιαν ευθύνη (Υπάρχει δηλαδή σαφής διάκριση με τον εργαζόμενο του αντιπροσωπευόμενου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί τις εντολές του εργοδότη και να παρέχει τις υπηρεσίες του πάντα σε ορισμένο τόπο, χρόνο και τρόπο, σύμφωνα με τις υποδείξεις του πρώτου).

Μεταξύ επίσης του εμπορικού αντιπροσώπου και του αντιπροσωπευόμενου επιχειρηματία/εταιρείας υπάρχει σχέση πρόστησης, χωρίς να απαιτείται να υφίσταται μεταξύ τους σχέση πλήρους εξάρτησης, αρκεί ο αντιπρόσωπος να υποχρεούται να ακολουθεί τις βασικές οδηγίες-κατευθυντήριες γραμμές του αντιπροσωπευόμενου. (Για παράδειγμα, η αντιπροσωπευόμενη εταιρεία, κατά κανόνα δεν μπορεί να ορίσει εκ των προτέρων πότε θα επικοινωνεί ο αντιπρόσωπος με τους υποψήφιους πελάτες, με ποιο τρόπο και μέσα θα λαμβάνει χώρα η επικοινωνία αυτή, τί ωράριο θα πρέπει ο ίδιος να τηρεί κτλ. Μπορεί ωστόσο να υποδείξει στον εμπορικό αντιπρόσωπο με ποιό τρόπο θα προωθείται το προϊόν, ποια ειδικά χαρακτηριστικά του προϊόντος θα πρέπει να αναφέρονται/τονίζονται στους πιθανούς αγοραστές, καθώς και να γίνεται επισήμανση σε συγκεκριμένα προτερήματα του προς πώληση προϊόντος σε σχέση με άλλα ανταγωνιστικά του κλάδου, κτλ).

Κατά το άρθρο 922 του Αστικού Κώδικα, ο κύριος ή ο προστήσας (εδώ εννοείται η αντιπροσωπευόμενη εταιρεία) κάποιον άλλο σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημιά που ο προστηθείς (ενν. ο εμπορικός αντιπρόσωπος) προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του (βλ. ειδικότερα και ΕφΑθ 4179/2002). Ο σκοπός της ως άνω διάταξης έχει θεσπιστεί για να θεμελιώσει ευθύνη σε βάρος του προστήσαντος ως καθαρή αντικειμενική ευθύνη για αλλότρια πράξη. Συνεπώς, εφόσον ο εμπορικός αντιπρόσωπος, δρώντας εντός των πλαισίων της συμβάσεως που έχει συνάψει με την εταιρεία και δίνοντας την εντύπωση ότι λειτουργεί κατά τη στιγμή εκείνη ως όργανο-εκπρόσωπος της εταιρείας, ζημιώσει παράνομα και υπαίτια κάποιον τρίτο (πχ πελάτη-καταναλωτή), θα έχει ως επακόλουθο να δημιουργήσει αστική ευθύνη και της εν λόγω εταιρείας για αποκατάσταση της ζημίας στον ζημιωθέντα. (Παράδειγμα: Εμπορ. Αντιπρόσωπος φαρμακευτικής εταιρείας, κακόβουλα και εν γνώσει της αναληθείας που επικαλείται, πείθει ασθενή ότι συγκεκριμένο φάρμακο το οποίο εμπορεύεται θα βοηθήσει την υγεία του και αντίθετα, το φάρμακο αυτό την επιβαρύνει έτι περαιτέρω με αποτέλεσμα ο τελευταίος να πάθει μόνιμη σωματική βλάβη-αναπηρία. Εφόσον ο εμπορ. αντιπρόσωπος δρούσε κατά τη στιγμή εκείνη εντός των ορίων της σύμβασης με την φαρμακευτική εταιρεία και έδινε στους συναλλασσόμενους την εντύπωση ότι δρα ως εκπρόσωπος-συνεργάτης της, η εταιρεία αυτή ευθύνεται εις ολόκληρον και αλληλέγγυα με τον εμπ. αντιπρόσωπο για την αποκατάσταση της ζημίας του ασθενούς. Αντίθετα η εταιρεία δεν ευθύνεται και δεν οφείλει να αποκαταστήσει ζημίες οι οποίες προκλήθηκαν από τον εμπορ. αντιπρόσωπο από ενέργειές του οι οποίες δεν ενέπιπταν το πλαίσιο της μεταξύ τους συμβάσεως πχ επειδή κατά την οδήγηση του αυτοκινήτου του ο πρώτος τράκαρε υπαίτια με άλλο όχημα ή επειδή προκάλεσε παράνομα φθορές στο κτήριο που μισθώνει για να στεγάζει το γραφείο του).

Ως προς τα επιμέρους δικαιώματα και υποχρεώσεις της αντιπροσωπευόμενης εταιρείας και του εμπορικού αντιπροσώπου από τη μεταξύ τους σύμβαση

Καταρχάς, ο εμπορικός αντιπρόσωπος οφείλει να μεριμνά για τα συμφέροντα του αντιπροσωπευόμενου-εταιρείας, να ασχολείται με τη δέουσα επιμέλεια κατά τις διαπραγματεύσεις και τη σύναψη πράξεων με τρίτους που του έχουν ανατεθεί, να ανακοινώνει στην εταιρεία κάθε απαραίτητη ή χρήσιμη πληροφορία που διαθέτει και να συμμορφώνεται προς τις υποδείξεις της εταιρείας και με τις διατάξεις περί αντιπροσωπείας (ΑΚ 211 επ.) και εντολής (ΑΚ 713 επ.). Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, δεν υπόκειται σε έλεγχο και εποπτεία από την εταιρεία ως προς τον τόπο, το χρόνο, τη διάρκεια και την παροχή της εργασίας του.

Ο αντιπροσωπευόμενος οφείλει ιδιαίτερα κατά την διάρκεια των σχέσεών της με τον Εμπορικό Αντιπρόσωπο: να θέτει στην διάθεση του εμπορικού αντιπροσώπου τα αναγκαία πληροφοριακά έγγραφα, που αφορούν τα εκάστοτε εμπορεύματα (Επισημαίνεται ωστόσο ότι ειδικά ως προς τα φάρμακα, τα έγγραφα αυτά σχεδόν πάντα παρέχονται ούτως ή άλλως υποχρεωτικά εκ του νόμου μαζί με το ίδιο φάρμακο –βλ. οδηγίες χρήσης, ημερομηνία λήξης, ταινίες γνησιότητας κτλ). Επίσης ο αντιπροσωπευόμενος οφείλει να παρέχει στον εμπορικό αντιπρόσωπο τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκτέλεση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, ιδίως να ειδοποιεί τον εμπορικό αντιπρόσωπο, μέσα σε εύλογη προθεσμία, μόλις προβλέψει ότι ο όγκος των εμπορικών πράξεων θα είναι αισθητά μικρότερος από εκείνον που ο αντιπρόσωπος θα έπρεπε κανονικά να αναμένει. (Παράδειγμα: Αν οι πωλήσεις ενός φαρμάκου πρόκειται να μειωθούν επειδή βγήκε σε κυκλοφορία ένα νεότερο φάρμακο για την ίδια πάθηση με χαμηλότερη τιμή και λιγότερες παρενέργειες από το αρχικό, κι ως εκ τούτου αναμένεται εντός του επόμενου χρονικού διαστήματος να μειωθούν αισθητά οι πωλήσεις του πρώτο φαρμάκου, η εταιρεία οφείλει να ενημερώσει άμεσα τον εμπορικό της αντιπρόσωπο που -μεταξύ άλλων- δραστηριοποιείται και στο συγκεκριμένο φάρμακο ότι αναμένεται μεγάλη πτώση στις πωλήσεις του). Η υποχρέωση αυτή της εταιρείας είναι πολύ σημαντική και πρέπει να τηρείται απαρέγκλιτα διότι ο εμπ. αντιπρόσωπος αμείβεται με ποσοστά επί των πωλήσεων κι ως εκ τούτου θα πρέπει να έχει στη διάθεσή του όλες τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξη των πραγμάτων πάνω στην αγορά, για τις υποθέσεις που τον αφορούν.

Επίσης, η εταιρεία οφείλει να ενημερώνει τον εμπ. αντιπρόσωπο σχετικά με την εκ μέρους του αποδοχή ή απόρριψη, καθώς και για την εκτέλεση ή μη μιας εμπορικής πράξης για την οποία μεσολάβησε. (Παράδειγμα: Aν ο εμπορ. αντιπρόσωπος διαπραγματεύτηκε την πώληση μεγάλης ποσότητας ενός ιατρικού προϊόντος με ιδιωτικό νοσοκομείο της περιοχής του, φέρνοντας στη συνέχεια σε επαφή την κατασκευάστρια εταιρεία με το νοσοκομείο για να οριστούν οι ειδικότερες λεπτομέρειες της συμφωνίας, ο πρώτος έχει δικαίωμα -και αντίστοιχα η εταιρεία υποχρέωση- να ενημερωθεί για την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης αυτής).

Εφόσον παραβιαστούν από οποιοδήποτε από τα δύο μέρη οι προβλεπόμενες από το νόμο ή τη σύμβαση υποχρεώσεις, ο αντισυμβαλλόμενος που ζημιώθηκε έχει δικαίωμα αποκατάστασης της ζημίας του ενώ φυσικά παρέχεται και δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης για σπουδαίο λόγο. Ο εμπορ. αντιπρόσωπος είναι επίσης υποχρεωμένος να εγγραφτεί στο Εμπορικό Επιμελητήριο, την Οικονομική Εφορία (ΔΟΥ) του τόπου όπου ασκεί τα το επάγγελμά του και φυσικά στο αντίστοιχο ταμείο ασφαλίσεως εμπόρων. (Παρόλα αυτά, σημειώνεται ότι η παράλειψη του εμπ. αντιπροσώπου να εγγραφτεί στις ανωτέρω υπηρεσίες δεν συνεπάγεται ακυρότητα των εμπορικών πράξεων που διενήργησε ή γενικά ακυρότητα της συμβάσεως με την εταιρεία-αντιπροσωπευόμενο αλλά αντιθετα ενδέχεται να δημιουργήσουν διοικητικες μόνο κυρώσεις για τα συμβαλλόμενα μέρη –βλ. σχετικά και ΕφΠατρ 310/2022).

Πρέπει να σημειωθεί επιπλέον ότι κατά τη διάρκεια της εν λόγω σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας ο εμπορ. αντιπρόσωπος υπέχει φυσικά και υποχρέωση μη ανταγωνισμού της εταιρείας με την οποία συνεργάζεται. Πρακτικά δηλαδή, αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να εμπορεύεται-διαπραγματεύεται και πώληση ομοειδών ή αντίστοιχων συναφών προϊόντων από ανταγωνιστικές εταιρείες με αυτήν που ήδη εκπροσωπεί, χωρίς ωστόσο να απαγορεύεται η πώληση διαφορετικής φύσης προϊόντων από εταιρείας που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικό κλάδο. Τέλος, τα συμβαλλόμενα μέρη αμφότερα θα πρέπει φυσικά να επιδεικνύουν κατά την εκτέλεση της σύμβασης και καθ’όλη τη διάρκεια αυτής καλή πίστη και να δρουν νόμιμα και εντός των ορίων της σύμβασης αυτής.

Ως προς την αμοιβή του εμπορικού αντιπροσώπου

Ο εμπορ. αντιπρόσωπος δικαιούται αμοιβής (κατ’αρθρ. 6 ΠΔ 219/1991): α) αν η πράξη έχει συναφθεί χάρη στην παρέμβασή του (πχ ενημέρωσε τον πελάτη για το πωλούμενο προϊόν και για τις ευεργετικές ιδιότητές του) ή β) αν η πράξη έχει συναφθεί με τρίτο με τον οποίο ο αντιπρόσωπος έχει συνάψει προηγουμένως πράξεις του ιδίου είδους ώστε να τον έχει καταστήσει πελάτη (πχ πελάτης ο οποίος είχε ήδη συμβληθεί προηγουμένως με τον εμπορ. αντιπρόσωπο για χάρη της εταιρείας, απευθύνεται κατευθείαν στην εταιρεία για παραγγελία ποσότητας φαρμάκων) ή γ) αν είναι αρμόδιος για ένα καθορισμένο γεωγραφικό τομέα ή για μία καθορισμένη ομάδα προσώπων και η πράξη έχει συναφθεί με πελάτη που ανήκει σε αυτό τον τομέα ή σε αυτή την ομάδα (Δηλαδή, ακόμα κι αν δεν συνέβαλε εν προκειμένω ατομικά ο ίδιος στην κατάρτιση της συμβάσεως, ο εμπορ. αντιπρόσωπος δικαιούται αμοιβής απλά και μόνο αν η σύμβαση έγινε για συγκεκριμένη γεωγραφ. περιοχή για την οποία ο ίδιος είναι υπεύθυνος, πχ Θράκη, ή για ομάδα προσώπων για την οποία είναι υπεύθυνος, πχ φαρμακαποθήκες Πελοποννήσου) (Σημειώνεται ότι ο λόγος για τον οποίο προβλέπεται στο Νόμο μια τέτοια ευνοϊκή, για τον εμπορ. αντιπρόσωπο, ρύθμιση είναι διότι, χωρίς αυτήν, σε πιθανή δίκη σχετικά με την αμοιβή που ο τελευταίος δικαιούται, θα καθίστατο ιδιαίτερα δύσκολο να αποδειχθεί η δική του συμβολή στην κατάρτιση της σύμβασης της εταιρείας με τρίτο. Αυτή την ανισότητα έρχεται να καλύψει ο νομοθέτης, δίνοντας στον τελευταίο το δικαίωμα να ζητήσει αμοιβή ακόμα και χωρίς να έχει συμβάλλει άμεσα στην κατάρτιση της εμπορικής σύμβασης μεταξύ εταιρείας και πελάτη).

Τέλος, πολύ σημαντική πρόβλεψη αποτελεί και το γεγονός ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται προμήθειας και για εμπορική πράξη που έχει συναφθεί και μετά την λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας που είχε με την εταιρεία, εφόσον η πράξη οφείλεται κυρίως στη δραστηριότητα που αυτός ανέπτυξε κατά τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας και έχει συναφθεί μέσα σε εύλογη προθεσμία από τη λύση αυτής της σύμβασης.

Η αμοιβή συμφωνείται ελεύθερα μεταξύ του εμπορ. αντιπροσώπου και της εταιρείας. Εάν ωστόσο δεν έχει καθοριστεί στη σύμβαση και αυτή αναζητηθεί δικαστικά, προσδιορίζεται από το δικάζον Δικαστήριο με βάση τις συνθήκες που επικρατούν στον τόπο όπου ασκεί τη δραστηριότητά του ο πρώτος (δηλ. το δικαστήριο θα εξετάσει κυρίως το ύψος της αμοιβής που λαμβάνουν αντίστοιχοι επαγγελματίες για συναφείς εμπορικές πράξεις στην περιοχή, για να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα). (Σημειώνεται ωστόσο ότι προς αποφυγή τέτοιων αβέβαιων καταστάσεων, είναι προτιμότερο και τα δύο μέρη να έχουν προσυμφωνήσει την επιθυμητή αμοιβή και να μην την αφήνουν στην κρίση του Δικαστηρίου)

Επίσης, βάσει νόμου, ο εμπορ. αντιπρόσωπος δεν δικαιούται να λάβει αμοιβή-προμήθεια σε περίπτωση που αυτή οφείλεται σε προηγούμενο εμπορ. αντιπρόσωπο, εκτός αν αποδείξει ότι συνέβαλλε κι αυτός στην κατάρτιση της σύμβασης με τον τρίτο-πελάτη κι ως εκ τούτου δικαιούται και ο ίδιος αμοιβή.

Μεγάλης σημασίας επίσης ρύθμιση σύμφωνα με την οποία ο εμπορ. αντιπρόσωπος δικαιούται αμοιβής ακόμα κι αν η αντιπροσωπευόμενη εταιρεία δεν εκτέλεσε (εντέλει) την πράξη της σύμβασης για την οποία ο πρώτος μεσολάβησε (πχ την πώληση/παράδοση των προϊόντων στον πελάτη).

Επισημαίνεται σε κάθε περίπτωση ότι όλες οι ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις για την αμοιβή του εμπορικού αντιπροσώπου είναι κανόνες αναγκαστικού δικαίου, κι ως εκ τούτου τα μέρη δεν μπορούν να παρεκκλίνουν από αυτές με αντίθετη μεταξύ τους συμφωνία.

Η ρήτρα μη ανταγωνισμού μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπίας

Είναι δυνατόν τα συμβαλλόμενα μέρη, δηλαδή εταιρεία και εμπορ. αντιπρόσωπος, να συμφωνήσουν ότι ο δεύτερος, μετά τη λήξη της σύμβασής τους, θα απαγορεύεται να ασκεί τις έως τότε επαγγελματικές δραστηριότητες που διενεργούσε για τα συμφέροντα άλλης εταιρείας (ανταγωνιστή). Η ρήτρα αυτή προβλέπεται ρητά στο νόμο και είναι έγκυρη, εφόσον όμως: α) έχει συνομολογηθεί εγγράφως και β) αφορά το γεωγραφικό τομέα, την ευθύνη του οποίου είχε ο εμπορικός αντιπρόσωπος καθώς και τον τύπο των εμπορευμάτων-προϊόντων των οποίων είχε την αντιπροσωπεία σύμφωνα με την σύμβαση.

Τέλος, σημειώνεται ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας αποζημίωση εάν και εφόσον κατά τη διάρκεια αυτής έφερε νέους πελάτες ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις της εταιρείας με τους υπάρχοντες πελάτες και ο εντολέας διατηρεί ουσιαστικά οφέλη που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων και ιδιαίτερα των προμηθειών που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος και οι οποίες προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς. Στις περιστάσεις αυτές συμπεριλαμβάνεται επίσης και η εφαρμογή ρήτρας μη ανταγωνισμού.


Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να επικοινωνήσετε με τους συνεργάτες δικηγόρους του γραφείου μας.


 Μη χάνετε την έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωσή σας. Ακολουθήστε μας τώρα στα Google News