Τον Μάρτιο του 2022, τέθηκε σε ισχύ ο Ν.4908/2022, ο οποίος τροποποίησε την μέχρι τότε ισχύουσα διάταξη του άρθ.187 ΠΚ, επιφέροντας μια αλλαγή, η οποία έχει ξεσηκώσει αντιρρήσεις και αντιδράσεις στον νομικό κόσμο, λόγω των πολυδιάστατων αρνητικών συνεπειών, οι οποίες αντιδράσεις, φτάνουν μέχρι και την αποχή ημών των Δικηγόρων, από τις εκδικάσεις υποθέσεων που αφορούν κατηγορίες του άρθ.187ΠΚ.
Η διάταξη του άρθ.187ΠΚ αφορά το κακούργημα της συγκρότησης ή ένταξης ως μέλος σε εγκληματική οργάνωση και το πλημμέλημα της συμμορίας. Με τον Ν.4908/22, τροποποιήθηκε το αρθ.187ΠΚ και η πιο προβληματική τροποποίηση, αποτελεί η προσθήκη έκτης παραγράφου, με το εξής περιεχόμενο: «Στις περιπτώσεις καταδίκης για αξιόποινες πράξεις του παρόντος άρθρου, καθώς και για τα συναφή αδικήματα που συνεκδικάστηκαν με την ίδια απόφαση, η ποινή δεν αναστέλλεται ούτε μετατρέπεται με κανέναν τρόπο, τυχόν δε ασκηθείσα έφεση δεν έχει αναστέλλουσα ισχύ.»
Η προσθήκη της εν λόγω παραγράφου είναι που δημιουργεί μια πολύ σημαντική προβληματική και ο λόγος είναι ότι με την εν λόγω τροποποίηση, απαγορεύεται η αναστολή της ποινής, η μετατροπή αυτής αλλά ακόμα και το ανασταλτικό αποτέλεσμα στην τυχόν ασκηθείσα έφεση.
Όπερ σημαίνει ότι ο καταδικασθείς για πράξη συμμορίας ή εγκληματικής οργάνωσης, έχει απωλέσει όλα τα σχετικά ευεργετήματα κατά της έκτισης ποινής, που προβλέπονται από τον ποινικό κώδικα και ότι πλέον θα οδηγείται στη φυλακή, εκτίοντας μάλιστα ποινή όχι μόνο για τις πράξεις της συμμορίας ή της εγκληματικής οργάνωσης, αλλά και για όλα τα συναφή αδικήματα.
Με την εν λόγω τροποποίηση, απαγορεύεται η αναστολή όχι μόνο για κακουργήματα, αλλά και για πλήθος πλημμελημάτων. Αν και η ισχύουσα διάταξη του άρθ.99ΠΚ περί αναστολής, δεν κάνει διάκριση σε κακούργημα ή πλημμέλημα, εν τούτοις προβλέπεται ότι αναστέλλεται ποινή έως τριών ετών φυλάκισης, εάν ο καταδικασθείς δεν έχει αμετάκλητες καταδίκες άνω των τριών ετών.
Όμως ποινή τριών ετών μπορεί να επιβληθεί ακόμα και για κακούργημα, εφόσον αναγνωριστεί στο πρόσωπο του καταδικασθέντος κάποιος λόγος μείωσης της ποινής, το οποίο σημαίνει ότι υπό το ισχύον νομοθετικό καθεστώς, αναστολή μπορεί να δοθεί υπό προϋποθέσεις ακόμα και για καταδίκη για κακουργηματική πράξη.
Εν τούτοις το άρθ.6 του νέου άρθ.187ΠΚ, απαγορεύει την χορήγηση αναστολής όχι μόνο για το κακούργημα της εγκληματικής οργάνωσης, αλλά ακόμα και για το πλημμέλημα της συμμορίας. Αλλά απαγορεύει την αναστολή και για τις ποινές όλων των συναφών αδικημάτων, τα οποία τελέστηκαν μαζί με την πράξη της συμμορίας ή της εγκληματικής οργάνωσης και τα οποία μπορεί να είναι είτε πλημμελήματα είτε κακουργήματα.
Πρόκειται πράγματι για αυστηρότατη νομοθετική πρόβλεψη, η οποία αγνοεί πλήθος εδραιωμένων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και Αρχών δικαίου και για τον λόγο αυτό επείγει η κατάργηση της εν λόγω παραγράφου.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τους λόγους για τους οποίους η συγκεκριμένη τροποποίηση πάσχει από δικαιϊκής έποψης, θα πρέπει να κάνουμε μια σύντομη ανάλυση και διάκριση ανάμεσα στις δυο αυτές έννοιες-ευεργετήματα, που η εν λόγω τροποποίηση απαγορεύει. Από τη μια λοιπόν έχουμε α) την αναστολή εκτέλεσης της ποινής και από την άλλη β) το ανασταλτικό αποτέλεσμα της ασκηθείσας έφεσης,.
Α) Η αναστολή εκτέλεσης της ποινής, αποτελεί έκφανση της ειδικής προλήψεως, που είναι ο κύριος σκοπός της ποινής. Με την αναστολή εκτέλεσης της ποινής, αναστέλλεται η επιβληθείσα ποινή εφόσον μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ο καταδικασθείς δεν τελέσει νέα αδικήματα. Λειτουργεί λοιπόν σαν μια δεύτερη ευκαιρία στον καταδικασθέντα. Με την αναστολή της ποινής, επιτυγχάνεται ο σκοπός της αποτροπής τέλεσης νέων αδικημάτων από τον ίδιο δράστη, χωρίς τον εγκλεισμό αυτού σε κατάστημα κράτησης, αλλά μέσω της απειλής του εγκλεισμού, εφόσον δεν συμμορφωθεί στην δεύτερη ευκαιρία που του χορηγείται με την αναστολή εκτέλεσης της ποινής.
Ο θεσμός της αναστολής γεννήθηκε για να συνεισφέρει στην βελτίωση του πρωτόπειρου εγκληματία και να αποφευχθεί ο συγχρωτισμός του με λοιπούς εγκληματίες, που μπορεί να προκαλέσει την περαιτέρω εγκληματική του μόλυνση, αντί του σωφρονισμού του. Αποτελεί έναν συνδυασμό γενικής και ειδικής πρόληψης της ποινής, καθώς με αυτή, απειλείται προσωποποιημένο κακό στην περίπτωση που ο καταδικασθείς δεν συμμορφωθεί με τους όρους της αναστολής.
Πρόκειται για έναν κεφαλαιώδη θεσμό του ουσιαστικού ποινικού μας δικαίου, ο οποίος μάλιστα αποτελεί μέρος του δικαιϊκού μας συστήματος από το μακρινό 1911.
Φυσικά κατά καιρούς ο εν λόγω θεσμός έχει υποστεί αρκετές τροποποιήσεις, ανάλογα και με τις ανάγκες της εκάστοτε εποχής, άλλοτε αυστηροποιήθηκε και άλλοτε χαλάρωσε υπερβολικά, καθιστώντας ενίοτε σπάνια την έκτιση πλημμεληματικών ποινών και απαξιώνοντας στην ουσία την φύση της ίδιας της ποινής αλλά και της ποινικής απαξίας κάποιων πράξεων (πλημμεληματικής φύσης).
Όμως ουδέποτε στο παρελθόν υπήρξε κατάργηση της αναστολής και μάλιστα για τόσο μεγάλο πλήθος αδικημάτων, καθώς δεν χωρά αμφιβολία από την διατύπωση της εν λόγω διάταξης, ότι αποτελεί ένα «χωνευτήρι» αδικημάτων, για τα οποία εφόσον διαπραχθούν μαζί με το αδίκημα της συμμορίας, δεν θα ισχύει η αναστολή εκτέλεσης της ποινής.
Όπως ευκόλως συνάγεται από τα ανωτέρω, η αντινομία της εν λόγω διάταξης είναι τόσο εκκωφαντική, αφού υπάρχει το πολύ πιθανό ενδεχόμενο, να φυλακιστεί κάποιος για συμμορία (πλημμέλημα) και συναφή πράξη πλημμεληματικής πλαστογραφίας, με επιβληθείσα ποινή κάτω των τριών ετών φυλάκισης, ακόμα κι αν η γενική διάταξη του άρθ.99ΠΚ προβλέπει την αναστολή αυτής της ποινής.
Β) Όσον αφορά την απαγόρευση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση, που προβλέπεται από την εν λόγω διάταξη, αποτελεί άλλη μια προβληματική της εν λόγω τροποποίησης, η οποία φτάνει να θίγει ακόμα και την Αρχή του τεκμηρίου αθωότητας.
Όσον αφορά λοιπόν το ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση, είναι ένα εκ των αποτελεσμάτων των ποινικών ενδίκων μέσων και προβλέπεται προκειμένου ο καταδικασθείς να μην υποστεί τις βλαπτικές συνέπειες της ποινής, εφόσον δεν δικαστεί τελεσίδικα ή ακόμα και αμετάκλητα η υπόθεση του.
Με την έφεση, προσβάλλεται η εκδοθείσα απόφαση, ως εσφαλμένη και ζητείται η κρίση της υπόθεσης από ανώτερω δικαστήριο (εφετείο), το οποίο να εξαφανίσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Η αιτιολογική βάση του εν λόγω αποτελέσματος, στηρίζεται κυρίως στο ενδεχόμενο εσφαλμένης δικανικής κρίσης κατά την πρωτοβάθμια δίκη και στην αποτροπή εγκλεισμού του καταδικασθέντος πρωτοδίκως με μια μη τελεσίδικη δικανική κρίση – απόφαση, η οποία στο εφετείο μπορεί να εξαφανιστεί.
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση βρίσκει έρεισμα στο τεκμήριο αθωότητας, το οποίο είναι θεμελιώδης Αρχή του δικαιϊκού μας συστήματος και το οποίο προβλέπεται ρητώς στο άρθ.178 παρ.3ΚΠΔ και στο άρθ.6 παρ.2 ΕΣΔΑ.
Σύμφωνα με το τεκμήριο της αθωότητας, «κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι της νόμιμης απόδειξης της ενοχής του».
Για τους ανωτέρω λόγους λοιπόν, προβλέπεται η χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση. Όπως και με την αναστολή εκτέλεσης της ποινής και αυτή (χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος) έχει τροποποιηθεί αρκετές φορές στο παρελθόν. Όμως ουδέποτε καταργήθηκε. Τουλάχιστον έως τον Ν.4908/2022.
Το ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση προβλέπεται στο άρθ. 497 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Μέχρι πρόσφατα (το έτος 2021) προβλεπόταν αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση σε ποινές φυλάκισης έως τριών ετών. Εν τούτοις, από την θέση σε ισχύ του Ν.4855/2021, τροποποιήθηκε η εν λόγω διάταξη και πλέον δεν προβλέπεται αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα, παρά εναπόκειται στην κρίση του δικαστηρίου εάν θα χορηγήσει ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση, σε περιπτώσεις ποινών φυλάκισης.
Ήδη η συγκεκριμένη τροποποίηση (Ν.4855/2021) αποτελεί μια τροποποίηση επί τα χείρω, καθώς με το νέο άρθ.497ΚΠΔ μπορεί το δικαστήριο να μην χορηγήσει ανασταλτικό αποτέλεσμα ακόμα και σε χαμηλές ποινές φυλάκισης. Τουλάχιστον όμως προβλέπεται από το νόμο και εναπόκειται στη κρίση του δικαστηρίου η χορήγηση του ή μη.
Με την παράγραφο 6 του άρθ.187 ΠΚ όμως, καταργείται ακόμα και αυτή για το αδίκημα της συμμορίας καθώς και για όσα συναφή εγκλήματα τελέστηκαν στα πλαίσια της συμμορίας (η διάταξη αναφέρει «όσα συναφή συνεκδικάσθηκαν με τη συμμορία»).
Και στην περίπτωση αυτή έχουμε να κάνουμε με μια ανεπίτρεπτη κερκόπορτα κατάργησης του ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση, η οποία επεκτείνεται σε πλείονα αδικήματα, για τα οποία η γενική διάταξη (άρθ.497ΚΠΔ) προβλέπει την δυνατότητα αναστολής τους. Σαφής η αντινομία και σε αυτή την περίπτωση.
Αντιλαμβανόμαστε την αγωνία της πολιτείας και του θύματος, για την εν τοις πράγμασι τιμώρηση του δράστη, με τον εγκλεισμό αυτού σε κατάστημα κράτησης, όμως αυτή η αγωνία δεν μπορεί να ισοπεδώνει δικαιώματα του κατηγορουμένου και θεμελιώδεις αρχές του ποινικού – δικονομικού δικαίου. Με την κατάργηση της δυνατότητας χορήγησης ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση, καταργείται στην ουσία η ίδια η ουσία της εφέσεως και ο καταδικασθείς υπόκειται τις συνέπειες της πρωτόδικης απόφασης, η οποία μπορεί στο εφετείο να εξαφανιστεί.
Με τον χονδροειδή αυτό τρόπο παραβιάζονται τόσο οι διατάξεις περί εφέσεως όσο και το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου.
Από τα ανωτέρω αναφερόμενα, συνάγεται ευχερώς το συμπέρασμα ότι η εν λόγω διάταξη προκαλεί πολύ περισσότερα και σοβαρότερα προβλήματα από αυτά τα οποία επιχειρεί να επιλύσει, χωρίς εν τέλει να επιλύσει κανένα.
Πρόκειται για μια βαθιά αντισυνταγματική διάταξη, η οποία έχει ξεσηκώσει δικαίως αντιδράσεις στον νομικό κόσμο, μια εκ των οποίων εκφράζεται με την αποχή ημών των δικηγόρων, από την εκδίκαση υποθέσεων που αφορούν πράξεις εγκληματικής οργάνωσης ή συμμορίας.
Αποτελεί όμως μια ευρύτερη ανορθογραφία, που αφορά τους πάντες και όχι μόνο τον νομικό κόσμο. Αποτελεί μια προσπάθεια άκριτης αυστηροποίησης της εν λόγω διάταξης, η οποία γίνεται με τόσο χονδροειδή τρόπο, η οποία αντίκειται σε τόσο σημαντικές δικαιϊκές αρχές, που ο μοναδικός τρόπος διόρθωσης της, είναι η όσο το δυνατόν συντομότερη κατάργηση της.