Δικηγορικό Γραφείο
Οι ανήλικες νύφες της ελληνικής νομικής πραγματικότητας

Ο γάμος ανήλικων προσώπων αποτελεί ένα από τα μακροβιότερα έθιμα, κατάλοιπό παλαιότερων εποχών και αντιλήψεων γύρω από την ανηλικότητα, μα και την ίδια την οικογένεια, εντός των κόλπων της οποίας καλλιεργείται η έννοια των «δικαιωμάτων του παιδιού». Ως εκ τούτου, ο σύγχρονος τρόπος ζωής και η αντιμετώπιση της οικογένειας όχι απλά σαν μια μονάδα παραγωγής, αλλά σαν ένα χώρο πρωτογενούς κοινωνικοποίησης, και κατ’ επέκταση των οικογενειακών σχέσεων σαν σχέσεις που διέπονται από αισθήματα οικογενειακής αλληλεγγύης και φροντίδας και όχι οικονομικούς όρους, οδήγησαν στην αντιμετώπιση των παιδιών ως φορέων δικαιωμάτων και όχι απλά κτήματα των γονέων τους και γρανάζια ενός είδους «οικογενειακής μηχανής».  Έτσι, το «αληθινό συμφέρον του τέκνου» γίνεται  σήμερα το μοναδικό κριτήριο, με το οποίο η έννομη τάξη αποφασίζει όσον αφορά τις σχέσεις των παιδιών με τους γονείς τους, αλλά και την ίδια την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, ακόμα και σε περιπτώσεις που οι ασκούντες την επιμέλειά τους δεν συναινούν.

Υπό το ανωτέρω πρίσμα εξετάζεται και το ενδεχόμενο σύναψης γάμου ανήλικων προσώπων, ακόμα και στην περίπτωση που ο ένας εκ των μελλονύμφων είναι ενήλικας. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 1350 παρ. 2 του ΑΚ: «Οι μελλόνυμφοι πρέπει να έχουν συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους. Το δικαστήριο μπορεί, αφού ακούσει τους μελλονύμφους και τα πρόσωπα που ασκούν την επιμέλεια του ανηλίκου, να επιτρέψει το γάμο και πριν από τη συμπλήρωση αυτής της ηλικίας, αν η τέλεσή του επιβάλλεται από σπουδαίο λόγο». Γίνεται, λοιπόν, φανερό ότι σύμφωνα με τα όσα ισχύουν κατά το ελληνικό δίκαιο, αυτό παρέχει τη δυνατότητα σύναψης γάμου μεταξύ ανηλίκων ή με ανήλικο πρόσωπο. Ως τέτοια πρόσωπα, δε, θεωρούνται εκείνα μικρότερης ηλικίας από το 18ο έτος, τα οποία μπορεί να μην διαθέτουν ακόμα πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα, παρ’ όλα αυτά, δύναται να παντρευτούν μόνο κατ’ εξαίρεση και εφόσον συντρέχει «σπουδαίος λόγος».

Η αόριστη νομική έννοια του «σπουδαίου λόγου» εξειδικεύεται από το δικαστήριο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που υποδεικνύουν αν ο γάμος γίνεται χάριν του συμφέροντος του ανήλικου μελλονύμφου, με τρόπο έτσι ώστε αυτό όχι μόνο να μην βλάπτεται, αλλά και να εξυπηρετείται, ενώ υπόψη λαμβάνονται και τα ιδιαίτερα υποκειμενικά στοιχεία που κρίνονται στο πρόσωπο του ανήλικου. Έτσι, σύμφωνα με την διαμορφωθείσα νομολογία ως σπουδαίος λόγος μπορεί να κριθεί η εγκυμοσύνη, ο κίνδυνος από αναβολή του γάμο, η μακρά ολοκληρωμένη σχέση των μελλονύμφων, τα δυσμενή σχόλια της κοινωνίας στα οποία ενδέχεται να υπόκειται ο ανήλικος και να στιγματίζεται από αυτά, η ύπαρξη ψυχικής επαφής μεταξύ τους και η φύση των συναισθημάτων τους, καθώς και η ωριμότητα, η σταθερότητα των απόψεων και η όλη προσωπικότητα τους, η ηλικιακή τους διαφορά και οι συνθήκες, στις οποίες δύνανται να «στεγάσουν» την «νεοκτιθείσα» οικογένειά τους, η πρόθεση τους για εργασία, ολοκλήρωση των σπουδών τους, τεκνοποίηση κλπ.

Η άδεια, δε, για την τέλεση του γάμου ανήλικου προσώπου γίνεται ύστερα από αίτηση του ίδιου του ανηλίκου, ακόμα και χωρίς τη συναίνεση των γονιών του, ενώπιον του Ειρηνοδικείου του τόπου κατοικίας τους και τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 739, 740 παρ. 1, 742, 797 ΚπολΔ και 121 ΕισΝΑΚ. Σύμφωνα, μάλιστα, με μία άποψη, όταν ζητείται η κατ’ αρθρο 1350 ΑΚ άδεια του δικαστηρίου για τη σύναψη γάμου από ανήλικο, ενώ οι γονείς διαφωνούν, οι τελευταίοι δεν έχουν δικαίωμα άσκησης παρέμβασης στη σχετική δίκη καθώς: α) η μεν κύρια παρέμβαση προϋποθέτει αντιποίηση δικαιώματος του παρεμβαίνοντα από τρίτον κατ’ άρθρο 79 ΚΠολΔ. Ωστόσο, το δικαίωμα για τη σύναψη γάμου, που είναι αυστηρά προσωπικό, ανήκει στον ανήλικο και όχι στους νόμιμους εκπροσώπους του, ενώ παράλληλα, σε περίπτωση διαφωνίας, ο νόμος δεν θεωρεί τη σχετική απόφαση μέρος της ασκούμενης από τους γονείς επιμέλειας, αλλά την έχει αναθέσει αποκλειστικά στο δικαστήριο, β) η, δε, πρόσθετη παρέμβαση δίδεται σε όποιον έχει συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος προς υποστήριξή του κατ’ άρθρο 80 ΚΠολΔ και όχι προς υποστήριξη της άποψης ότι πρέπει να απορριφθεί η αίτηση. Μάλιστα η άδεια προς σύναψη γάμου από ανήλικο αποτελεί γνήσια υπόθεση εκούσιας δικαιοδοσίας και συνεπώς δεν νοείται κατ’ αυτήν αντιδικία.

Παράλληλα, σύμφωνα με το ανακριτικό σύστημα που υιοθετείται κατά την εν λόγω διαδικασία, παρέχεται στο δικαστήριο ελευθερία αυταπάγγελτης ενέργειας και πρωτοβουλίας συλλογής του αποδεικτικού υλικού προς εξακρίβωση των πραγματικών γεγονότων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και ως εκ τούτου, εάν κριθεί απαραίτητο, μπορεί να ακροαστεί τους γονείς του ανηλίκου και να τους εξετάσει σαν μάρτυρες. Σύμφωνα με το ως άνω σκεπτικό, λοιπόν, ο νόμος δεν μένει αδιάφορος απέναντι στο θέμα της φυσικής αγωνίας των γονέων για την τύχη του τέκνου τους, αλλά προβλέπει ότι καλούνται προκειμένου να ακουστούν από το δικαστήριο. Επομένως, η παρέμβαση των γονέων που αντιλέγουν στη σύναψη γάμου του ανηλίκου τέκνου τους πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, βρίσκει συχνά αναχώματα στην δικαστηριακή πρακτική, κατά την οποία πολύ συχνά οι διαφωνούντες ως προς την αδειοδότηση ενός τέτοιου γάμου γονείς έχουν δικαίωμα παρέμβασης και, δη, κύριας, η οποία ασκείται με ιδιαίτερο δικόγραφο, όπως ακριβώς και η αίτηση του ανηλίκου, αλλιώς κρίνεται απαράδεκτη και απορριπτέα.

Επιπλέον, αξίζει να αναφερθεί ότι για την κατάθεση της εν λόγω αίτησης για παροχή άδειας γάμου από ανήλικο, νομιμοποιείται ενεργητικά μόνο ο ίδιος ο ανήλικος, ακόμα και στην περίπτωση που αυτός δεν διαθέτει καν ΑΦΜ, αφού σύμφωνα, άλλωστε, με την πάγια νομολογία, η απουσία του στοιχείου αυτού δεν συνιστά στοιχείο του παραδεκτού ενός δικογράφου, εφόσον η ταυτοποίηση των διαδίκων προκύπτει από άλλα στοιχεία (διεύθυνση, ΑΜΚΑ, ΑΔΤ, αριθμός διαβατηρίου κλπ). Οι ανήλικοι, που έχουν συμπληρώσει, άλλωστε, το δέκατο έκτο έτος της ηλικίας τους έχουν την ικανότητα να παρίστανται στο δικαστήριο για υποθέσεις που αφορούν την προσωπική τους κατάσταση, σύμφωνα με το άρθρο 741 ΚΠολΔ, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 62 του ΚΠολΔ όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Σύμφωνα, άλλωστε, με τον θεμελιώδη κανόνα του άρθρου 134ΑΚ, η δικαιοπρακτική ικανότητα του ανηλίκου σχετίζεται με την απόκτηση έννομου οφέλους, το οποίο θα πρέπει να ταυτίζεται με το προαναφερθέν «αληθινό συμφέρον» του ανηλίκου, όπως αυτό εξειδικεύεται από το δικαστήριο, σύμφωνα με τα ως άνω κριτήρια.

 Ως εκ τούτου, γίνεται φανερό ότι ο τυχόν έτερος ενήλικας μελλόνυμφος δεν νομιμοποιείται να καταθέσει εκείνος την αίτηση για παροχή άδειας, κάτι το οποίο συνιστά μια πολύτιμη δικλείδα ασφαλείας για την προστασία της ανηλικότητας και της παιδικής ηλικίας εν γένει, η οποία σε αντίθετη περίπτωση θα κλονιζόταν από μια τέτοια δυνατότητα, παραπέμποντας όχι μόνο σε αναχρονιστικές εποχές ανασφάλειας δικαίου γύρω από τα δικαιώματα του παιδιού, αλλά και σε μια εφιαλτική πραγματικότητα, κατά την οποία παιδιά, στις περισσότερες φορές κορίτσια, γίνονται έρμαια και στερούνται το δικαίωμα τους στην εκπαίδευση, την ελευθερία, την επιλογή στη ζωή και το σώμα τους, αφού είναι γεγονός ότι η εν λόγω κατάσταση συνδέεται με τη σεξουαλική βία, την εκμετάλλευση και συχνά την παιδεραστία, η οποία χρησιμοποιείται εδώ και αιώνες ως πολεμικό όπλο κατά των γυναικών. Σχετική είναι, άλλωστε, και η κατάργηση της δυνατότητας σύναψης γάμου μετά από βιασμό, που προβλέπεται συχνά ως εναλλακτική της ποινής και κατά τρόπο τινά έναν ιδιότυπο, έμφυλο, λόγο άρσης του αδίκου. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, όποιος έχει έννομο συμφέρον και προς υποστήριξη της βασιμότητας της αίτησης του ανηλίκου και κατ’ επέκταση και ο έτερος, ενήλικας μελλόνυμφος, μπορούν να ασκήσουν ενώπιον του δικαστηρίου πρόσθετη παρέμβαση. Το ως άνω ζήτημα, ωστόσο, αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία αν λάβει κανείς υπόψη το γεγονός ότι, σύμφωνα με στοιχεία του Αρείου Πάγου, το 2020 τα ανήλικα θύματα βιασμού αυξήθηκαν κατά 82% σε σχέση με το 2016, ότε και εκτιμήθηκε ότι ο σκοτεινός αριθμός περιπτώσεων ανήλικων θυμάτων κακοποίησης αγγίζει το 80%, οδηγώντας με ασφάλεια στο στενάχωρο συμπέρασμα ότι η ανηλικότητα των κοριτσιών σπάνια αντιμετωπίζεται ως τέτοια. Πράγματι, φράσεις όπως «τα κορίτσια ωριμάζουν πιο γρήγορα», «τα αγόρια παραμένουν πάντα αγόρια» κλπ αποτελούν κοινά παραδεδεγμένους κανόνες στην πατριαρχική μας κοινωνία, που από την μια μεριά καταδικάζουν τα μεν κορίτσια να αντιμετωπίζονται ήδη από την παιδική τους ηλικία σαν ενήλικες «δεσποινίδες», τα δε αγόρια να συγχωρούνται για τυχόν «παραστρατήματα» λόγω μιας δήθεν ανωριμότητας, η οποία δικαιολογείται από τη φύση τους.

Πράγματι, σύμφωνα με έρευνα της Unchained at Last, τουλάχιστον 207.468 ανήλικοι παντρεύτηκαν στις ΗΠΑ στο διάστημα 2000 και 2015, με το 87% εξ αυτών να είναι κορίτσια, ηλικίας μεταξύ 16 και 17. Το 86% των κοριτσιών αυτών, μάλιστα, παντρεύτηκε ενήλικες, συχνά πολλές δεκαετίες μεγαλύτερους, ενώ σύμφωνα με την έρευνα το φαινόμενο παρατηρείται κυρίως στην επαρχία και συσχετίζεται με τη φτώχεια. Πράγματι, αν ρίξει κανείς μια ματιά στη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, καθώς και στους λόγους, για τους οποίους τέτοιες αιτήσεις για παροχή άδειας γάμου από ανήλικο απορρίπτονται, θα αντιληφθεί ό,τι και οι ερευνητές της Unchained at Last. Αυτή ακριβώς είναι και η νομική πρόκληση, όσον αφορά, το εν λόγω ζήτημα, καθώς σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει ο γάμος ανηλίκων προσώπων να αντιμετωπίζεται με ελαφρότητα. Αντίθετα, είναι ένα ζήτημα που, καίτοι συχνά μένει στις «σκιές» του Αστικού μας Κώδικα, αποτελεί, ωστόσο, ένα «παραθυράκι» στο νομικό μας σύστημα, πάνω στο οποίο στηρίζονται βαρύτατες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.


 Μη χάνετε την έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωσή σας. Ακολουθήστε μας τώρα στα Google News