Δικηγορικό Γραφείο
 Η πτώχευση μικρού αντικειμένου

Είναι γεγονός ότι στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα  η συντριπτική πλειοψηφία των φυσικών προσώπων, ατομικών και εταιρικών επιχειρήσεων της χώρας υπάγεται στην κατηγορία των «μικρομεσαίων» οφειλετών. Για τους τελευταίους, ο νέος νόμος (Ν. 4738/2020) επιφυλάσσει μια διαφορετική, απλουστευμένη και συντομευμένη διαδικασία πτώχευσης, η οποία χαρακτηρίζεται ως ελάσσονος οικονομικής σημασίας λόγω της μικρής – προσδιοριζόμενης αξίας της περιουσίας των οφειλετών και είναι απαλλαγμένη από αρκετές απαιτούμενες κατά τη συνήθη πορεία χρονοβόρες ενέργειες. Πιο αναλυτικά, ο νέος πτωχευτικός νόμος διακρίνει ανάμεσα σε δύο μεγάλες κατηγορίες πτώχευσης, την πτώχευση μεγάλου αντικειμένου και την πτώχευση μικρού αντικειμένου. Η πτώχευση μικρού αντικειμένου (ΠΜΑ) συντελείται μέσω μίας περισσότερο απλοποιημένης διαδικασίας  που ρυθμίζεται στα άρθρα 172-188 ΠτΚ, με απώτερο σκοπό να κινείται και να περαιώνεται ταχύτερα η κήρυξη της πτώχευσης. Στη διαδικασία αυτή υπάγονται κατά το άρθρο 78 παρ. 2 Ν. 4738/2020 οι οφειλέτες που πληρούν ένα από τα κριτήρια προσδιορισμού της «πολύ μικρής οντότητας» του άρθρου 2 Ν. 4308/2014, τα οποία πάντως δύνανται να αναπροσαρμόζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης (άρθρα 172 παρ. 1, 204 παρ. 2 και 78 παρ. 2 ΠτΚ).  

«Πολύ μικρή οντότητα» είναι, προς το παρόν, κάθε φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων, με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, επιχείρηση ή οργανισμός κερδοσκοπικού ή μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που ανήκει στον ιδιωτικό ή στον δημόσιο τομέα, το οποίο, κατά τη σύνταξη του ισολογισμού του, δεν υπερβαίνει τα όρια δύο τουλάχιστον, από τα ακόλουθα τρία κριτήρια:

  1. Σύνολο ενεργητικού (περιουσιακών στοιχείων), 350.000 ευρώ.
  2. Καθαρό ύψος κύκλου εργασιών, 700.000 ευρώ
  3. Μέσο όρο απασχολουμένων, κατά τη διάρκεια της περιόδου, 10 άτομα. Εξαιρετικά, η «ετερόρρυθμη εταιρεία, η ομόρρυθμη εταιρεία, η ατομική επιχείρηση και κάθε άλλη οντότητα, που υποχρεούται να εφαρμόζει το νόμο 4308/2014 από φορολογική ή και άλλη νομοθετική διάταξη, εντάσσονται στην κατηγορία των πολύ μικρών οντοτήτων με μόνη προϋπόθεση ότι ο κύκλος εργασιών τους δεν υπερβαίνει το ποσό του 1.500.000 ευρώ, χωρίς χρήση δεύτερου κριτηρίου (άρθρο 2 παρ. 2 Ν. 4308/2014).

Όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα που δεν ασκούν επιχείρηση και δεν συντάσσουν ισολογισμούς, το κριτήριο ένταξής τους στην κατηγορία της πτώχευσης μικρού αντικειμένου καθορίζεται από την αξία του συνόλου της περιουσίας τους, που δεν πρέπει να υπερβαίνει το ύψους των 350.000 ευρώ (άρθρο 78 παρ. 2, εδ. β΄ ΠτΚ). Για τον υπολογισμό της αξίας των ακινήτων του φυσικού προσώπου που βρίσκονται στην Ελλάδα λαμβάνεται υπόψη η φορολογητέα αξία του ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.), όπως αυτή προκύπτει από την τελευταία πράξη προσδιορισμού του φόρου. Για γήπεδα, εκτός σχεδίου πόλης και οικισμού, για τα οποία δεν προσδιορίζεται αξία ΕΝ.Φ.Ι.Α., ως αξία των ακινήτων λογίζεται η αντικειμενική τους αξία (άρθρο 41Α Ν. 1249/1982 και ισχύουσες κατ’ εξουσιοδότηση κανονιστικές πράξεις). Για την αξία, δε, των ακινήτων που βρίσκονται στην αλλοδαπή, ως αξία, λογίζεται η εμπορική τους αξία, όπως αυτή προκύπτει από έκθεση εκτιμητή ακινήτων ή η αντικειμενική τους αξία, αν υπάρχει (άρθρο 78 παρ. 2, εδ. γ’ ΠτΚ και άρθρο 11 ΠτΚ).

Όπως σε κάθε κατηγορία πτώχευσης, έτσι και στις μικρού αντικειμένου, για να κηρυχθεί ο οφειλέτης (φυσικό ή  νομικό πρόσωπο) σε πτώχευση θα πρέπει να βρίσκεται σε παύση πληρωμών, δηλαδή  να αδυνατεί να εκπληρώνει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές υποχρεώσεις του κατά τρόπο γενικό και μόνιμο. Σημειώνεται ότι δεν συνιστούν εκπλήρωση των υποχρεώσεων οι πληρωμές που πραγματοποιούνται με δόλια ή καταστρεπτικά μέσα. Τεκμήριο παύσης πληρωμών θέτει ο νόμος για τους οφειλέτες που δεν καταβάλλουν τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις τους προς το Δημόσιο, τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ή πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, σε ύψος τουλάχιστον 60% των συνολικών ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών του για περίοδο τουλάχιστον 6 μηνών, εφόσον η μη εξυπηρετούμενη υποχρέωσή τους υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ (άρθρο 176 ΠτΚ). Για παράδειγμα, όποιος έχει συνολικές ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις ύψους 50.000 ευρώ και δεν εξυπηρετεί το 60% αυτού του ποσού (δηλαδή 30.000 ευρώ) π.χ. από την 1 Δεκεμβρίου 2020 έως την 1 Ιουνίου 2021, δηλαδή για έξι μήνες, τεκμαίρεται ότι βρίσκεται σε παύση πληρωμών. Η επιλεκτική μάλιστα εκπλήρωση ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεων δεν αίρει την παύση πληρωμών, η οποία μπορεί να συνίσταται και στην αδυναμία εκπλήρωσης ακόμα και μίας σημαντικής ληξιπρόθεσμης χρηματικής οφειλής. Η πτώχευση κηρύσσεται εφόσον, με βάση τα οικονομικά στοιχεία που τίθενται υπόψη του δικαστηρίου, πιθανολογείται ότι η περιουσία ή το εισόδημα του οφειλέτη, επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας. Άλλως, το δικαστήριο διατάσσει την καταχώριση του ονόματος ή της επωνυμίας, κατά περίπτωση, του οφειλέτη στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας.

Αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο για την κήρυξη πτώχευσης μικρού αντικειμένου είναι το Ειρηνοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει την κύρια κατοικία του, ή το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του, αν ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα. Σε περίπτωση αμφισβήτησης, κύρια κατοικία είναι η αναφερόμενη ως κατοικία του οφειλέτη στην τελευταία, πριν από την κατάθεση της  αίτησης πτώχευσης, φορολογική δήλωσή του. Κέντρο των κύριων συμφερόντων είναι ο τόπος, όπου ο οφειλέτης ασκεί συνήθως τη διοίκηση των συμφερόντων του και, συνεπώς, είναι αναγνωρίσιμος από τους τρίτους. Για τα νομικά πρόσωπα τεκμαίρεται, μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο, ότι κέντρο των κύριων συμφερόντων είναι ο τόπος της καταστατικής έδρας. Οι πιστωτές που υποβάλλουν αίτηση πτώχευσης, μπορούν να ζητήσουν και να λάβουν τη σχετική πληροφορία από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, η οποία υποχρεούται κατά το νόμο να τους τη γνωστοποιήσει.

Η αίτηση πτώχευσης υποβάλλεται ηλεκτρονικά, μέσω του Ηλεκτρονικού Μητρώου Φερεγγυότητας, στο οποίο και δημοσιοποιείται για χρονικό διάστημα 30 ημερών. Σε περίπτωση που εντός του χρονικού διαστήματος δεν υποβληθεί παρέμβαση κατά της αίτησης, ή υποβληθεί παρέμβαση που αφορά μόνο τον διορισμό συνδίκου, η αίτηση γίνεται δεκτή με μόνη τη διαπίστωση παρέλευσης του χρονικού διαστήματος από το πτωχευτικό δικαστήριο. Με την ίδια απόφαση ορίζεται από το πτωχευτικό δικαστήριο ο εισηγητής. Ο εισηγητής διορίζει τον σύνδικο, εφόσον δεν προσδιορίζεται. Σε ανεπάρκεια μη βεβαρυμμένων στοιχείων της περιουσίας του οφειλέτη δεν διορίζεται σύνδικος και ο εισηγητής διατάσσει την καταχώρηση του ονόματος ή της επωνυμίας του οφειλέτη στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας. Η καταχώρηση στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας δεν επηρεάζει την εξέλιξη της διαδικασίας εκτέλεσης σε βάρος των βεβαρυμμένων στοιχείων από τους ενέγγυους πιστωτές, σύμφωνα με τις ισχύουσες γενικές διατάξεις. Φαίνεται πάντως λογικό, η αίτηση να μπορεί να υποβάλλεται και άμεσα στο αρμόδιο δικαστήριο, με τον, προβλεπόμενο στον ΚΠολΔ, συνήθη τρόπο, αλλά η αίτηση δημοσιεύεται, με επιμέλεια του γραμματέως του δικαστηρίου, στο Μητρώο, χωρίς καταρχάς να οριστεί δικάσιμος.

Με την αίτησή του ο οφειλέτης υποχρεούται να καταθέσει, επί ποινή απαραδέκτου, τις οικονομικές του καταστάσεις, εφόσον υπάρχουν, για την τελευταία χρήση για την οποία είναι διαθέσιμες (άρθρο 174 ΠτΚ). Σε περίπτωση αίτησης (φυσικού ή νομικού προσώπου), που δεν δημοσιεύει χρηματοοικονομικές καταστάσεις, με την αίτηση κατατίθεται επί ποινή απαραδέκτου η τελευταία δήλωση φόρου εισοδήματος, η δήλωση στοιχείων ακινήτων και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, η κατάσταση οικονομικών στοιχείων από επιχειρηματική δραστηριότητα. Η αίτηση συνοδεύεται από κατάσταση του συνόλου των πιστωτών του και βεβαίωση της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας για τα χρέη του οφειλέτη προς το Δημόσιο. Η αίτηση μπορεί να συνοδεύεται και από άλλα έγγραφα που υποστηρίζουν τα παρεχόμενα από τον οφειλέτη στοιχεία.

Αμέσως μετά την αποδοχή της αίτησης πτώχευσης με την έκδοση σχετικής απόφασης, ο εισηγητής διατάσσει τη σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας και προσδιορίζει την ημέρα παύσης πληρωμών, διορίζοντας τον σύνδικο, όταν των δύο αυτών θεμάτων δεν έχει ήδη επιληφθεί η εκδοθείσα απόφαση ή ο σύνδικος δεν ορίζεται στην αίτηση (άρθρο 179, 177 παρ. 5 εδ. β’ και 173 παρ. 1 τελευταίο εδάφιο ΠτΚ).

Σημειώνεται ότι μία ιδιαιτερότητα της εν λόγω διαδικασίας είναι ότι δεν υπάρχει δυνατότητα πρόσληψης προσώπων με ειδικές γνώσεις (κατά το άρθρο 146 ΠτΚ), ούτε νομιμοποίηση του συνδίκου για υποβολή εγκλήσεων κατά προσώπων, που διέπραξαν αδικήματα κατά του οφειλέτη με συνέπεια τη μείωση της περιουσίας του, ούτε πρόβλεψη σύγκλησης συνέλευσης πιστωτών και λήψης απ’ αυτή αποφάσεων, ούτε υποχρέωση υποβολής εισήγησης προς το δικαστήριο από τον εισηγητή, ως προς την αποδοχή ή μη της αίτησης για την κήρυξη της πτώχευσης. Σε περίπτωση μόνο που απαιτείται η εκπροσώπηση και παράσταση ενώπιον του δικαστηρίου, ο σύνδικος μπορεί να αναθέτει τη σχετική εντολή σε δικηγόρο, μετά από σύμφωνη γνώμη του εισηγητή, ο οποίος καθορίζει και την αμοιβή του, κατ’ εύλογη κρίση, με αιτιολογημένη διάταξή του, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται προσφυγή στο πτωχευτικό δικαστήριο ( άρθρο 185 ΠτΚ).

Η εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη γίνεται με εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 162 επ. ΠτΚ, σχετικά με την εκποίηση των κατ’ ιδίαν στοιχείων του οφειλέτη (άρθρο 186 ΠτΚ).
Η διαδικασία πτώχευσης μικρού αντικειμένου οφείλει να περατώνεται εντός σύντομου χρονικού διαστήματος, που δεν μπορεί, με ευθύνη του συνδίκου, να υπερβαίνει το ένα έτος. Αν μετά την παρέλευση ενός έτους από την κήρυξή της η πτώχευση δεν έχει περατωθεί, ο σύνδικος υποχρεούται να υποβάλει στον εισηγητή έκθεση, στην οποία εξηγεί τους λόγους καθυστέρησης της διαδικασίας.
Τέλος, σημαντικό είναι να σημειωθεί ότι οι αποφάσεις του πτωχευτικού δικαστηρίου αναφορικά με την πτώχευση μικρού αντικειμένου υπόκεινται μόνο σε έφεση στο οικείο Πρωτοδικείο. Σε κάθε περίπτωση, αναμένεται η πρώτη εφαρμογή και οι ηλεκτρονικές εφαρμογές, οι οποίες, ως είθισται, δεν έχουν μπει ακόμα σε λειτουργία.

Νοικοκυριά και επιχειρήσεις που επιθυμούν να λάβουν περαιτέρω ενημέρωση για το θεσμικό πλαίσιο και τις επιλογές διαχείρισης των οφειλών τους μπορούν να απευθυνθούν στην εξειδικευμένη ομάδα του γραφείου μας . Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο συνιστά μία καταγραφή του νόμου και σύντομη ερμηνεία του και δεν υποκαθιστά,συνεπώς, σε καμία περίπτωση την εξατομικευμένη νομική προστασία, που είναι δυνατή μόνο κατόπιν της ενδελεχούς και στοχευμένης μελέτης , επεξεργασίας και κατάρτισης στρατηγικής για την υπόθεση εκάστης επιχείρησης και εκάστου οφειλέτη και δανειολήπτη.


 Μη χάνετε την έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωσή σας. Ακολουθήστε μας τώρα στα Google News