Δικηγορικό Γραφείο
Η (νέα) έκταση της ευθύνης του εργαζόμενου

Η νέα διάταξη του άρθρου 652 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 49 παρ.1 Ν.4611/2019 (ΦΕΚ Α 73/17.5.2019) ορίζει σχετικά ότι « Ο εργαζόμενος οφείλει να εκτελέσει με επιμέλεια την εργασία που ανέλαβε. Ο βαθμός της επιμέλειας του εργαζομένου κρίνεται με βάση τη σύμβαση, ενόψει του είδους της ανατεθείσας εργασίας, της μόρφωσης ή των ειδικών γνώσεων που απαιτούνται για την εργασία, καθώς και των ικανοτήτων και των ιδιοτήτων του εργαζομένου που ο εργοδότης γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει. Ο εργαζόμενος ευθύνεται για τη ζημία που προξενείται στον εργοδότη από δόλο. Σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας στον εργοδότη από αμέλεια του εργαζομένου κατά την εκτέλεση της εργασίας, το δικαστήριο μπορεί να απαλλάξει τον εργαζόμενο από την ευθύνη, ιδίως σε περίπτωση ελαφριάς αμέλειας, ή να κατανείμει τη ζημία μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, καταλογίζοντας στον εργοδότη τη ζημία που αναλογεί στον επιχειρηματικό του κίνδυνο ή που παρίσταται δυσανάλογη σε σχέση με την ωφέλεια του εργαζομένου από τη σύμβαση».

Η προγενέστερη μορφή του άρθρου αυτού όριζε ότι: «Ο εργαζόμενος οφείλει να εκτελέσει με επιμέλεια την εργασία που ανέλαβε και ευθύνεται για τη ζημία που προξενείται στον εργοδότη από δόλο ή από αμέλειά του. Ο βαθμός της επιμέλειας, για την οποία ευθύνεται ο εργαζόμενος, κρίνεται με βάση τη σύμβαση, ενόψει της μόρφωσης ή των ειδικών γνώσεων που απαιτούνται για την εργασία, καθώς και των ικανοτήτων και των ιδιοτήτων του εργαζομένου που ο εργοδότης γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει».

Ήδη λοιπόν, από μία πρώτη συγκριτική επισκόπηση των δύο αυτών μορφών της ίδιας διάταξης, εμφαίνεται, ότι υπό το προϊσχύον καθεστώς, ο εργαζόμενος ευθυνόταν σε κάθε περίπτωση πταίσματος, άνευ διάκρισης (ήτοι σε περίπτωση τόσο δόλου όσο και αμέλειας) δίχως να παρέχεται από τη διάταξη αυτή η δυνατότητα επιμερισμού της ευθύνης (έτσι, ΑΠ 729/2015), ει μη μέσω της συμπληρωματικής εφαρμογής άλλων διατάξεων (π.χ. της ΑΚ 300, η οποία όμως προϋποθέτει πταίσμα του εργοδότη- ενδεικτικά ΕφΘεσσαλ. 219/1997) ενώ υπό το ισχύον καθεστώς εξαρχής είναι δυνατή: α) η απαλλαγή του εργαζόμενου σε περίπτωση ελαφράς αμέλειάς του και β) η κατανομή της ευθύνης μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη σε περίπτωση βαριάς αμέλειας (δηλαδή όταν ο εργαζόμενος επιδεικνύει μία συμπεριφορά που η απόκλισή της από το μέτρο του μέσου και συνετού ανθρώπου είναι μεγάλη), ιδίως όταν υφίσταται προφανής δυσαναλογία της αποκαταστατέας ζημίας και του μισθού που λαμβάνει ή όταν, ενόψει της έκτασης της ζημίας, η αποκατάστασή της θα συνεπαγόταν την οικονομική του καταστροφή.

Συνεπώς, στάθμιση μπορεί και πρέπει να λάβει χώρα σε κάθε περίπτωση που συντρέχει αμέλεια εκ μέρους του εργαζόμενου, είτε η ευθύνη του είναι ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, είτε η συμπεριφορά του αμελούς εργαζόμενου στρέφεται εναντίον του εργοδότη, είτε τρίτου, είτε ακόμη και συναδέλφου του. Και τούτο, ανεξάρτητα από το εάν πρόκειται για εκτέλεση εργασιών που από τη φύση τους ή λόγω των συνθηκών που διεξάγονται εμφανίζουν ιδιαίτερο κίνδυνο ζημιών, ακριβώς επειδή λόγο του καταλογισμού της συνευθύνης του εργοδότη, ανεξάρτητο από υπαιτιότητά του, αποτελεί ο επιχειρηματικός κίνδυνος, και ειδικότερα ο κίνδυνος λειτουργίας της επιχείρησης, ο οποίος βαρύνει τον εργοδότη (Ζερδελής, ΕΕργΔ, Τεύχος 10/2020 σελ 1371).

Προκειμένου για τη στάθμιση, στην οποία θα προβεί ο Δικαστής, πρωτεύον κριτήριο, ως προελέχθη, θα είναι ο βαθμός και η ένταση του πταίσματος (της αμέλειας) του εργαζόμενου, ενώ σε περίπτωση δόλου, η στάθμιση αποκλείεται. Πέραν τούτου, θα πρέπει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση να συνεκτιμηθούν, ενδεικτικώς αναφερόμενα: η φύση της εργασίας που συνεπάγεται κίνδυνο ζημιών (π.χ. οδηγός οχήματος, ταμίας ), η έκταση της ζημίας, η θέση και η επαγγελματική εμπειρία του εργαζόμενου, το ύψος των αποδοχών του, η τυχόν καταβολή πρόσθετης παροχής ως αντιστάθμισμα στην έκθεση του εργαζομένου στον κίνδυνο, το ιστορικό του συγκεκριμένου εργαζόμενου, η τυχόν συστηματική υπέρβαση του νόμιμου ωραρίου του που επιφέρει πρόσθετη κόπωση, η πρόβλεψη επαγγελματικής ασφάλισης έναντι κινδύνων του εργοδότη κ.α.

Προκειμένου για τον επιμερισμό της ευθύνης μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη θα τύχει συμπληρωματικής εφαρμογής η διάταξη του άρθρου ΑΚ 300 περί συντρέχοντος πταίσματος του εργοδότη (π.χ. αν ο τελευταίος έδωσε εσφαλμένες ή ελλιπείς οδηγίες για την εκτέλεση της εργασίας, αν δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα για την αποτροπή ζημιών –π.χ. ελλιπής συντήρηση οχημάτων ή ελαστικών τους- αν παρέλειψε να ασκήσει έλεγχο και εποπτεία κ.ο.κ.).

Ανακεφαλαιώνοντας, αντίκειται στην ίδια τη φύση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, όπου ο εργαζόμενος θέτει την εργασία του στη διάθεση του εργοδότη και δε δύναται να ασφαλιστεί ο ίδιος έναντι επαγγελματικών κινδύνων, να επιρρίπτεται σε εκείνον αποκλειστικά η ευθύνη για κάθε ζημία που εξ αμελείας προκαλεί κατά την εκτέλεση της εργασίας του. Η νέα διάταξη του άρθρου 652 ΑΚ παρέχει πλέον πλήρως στο Δικαστή την ευχέρεια να προβεί σε κάθε περίπτωση σε στάθμιση και επιμερισμό της ευθύνης αυτής μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη, με βάση τα εφαρμοστέα κριτήρια και τις περιστάσεις της κάθε ξεχωριστής περίπτωσης, σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας εξ αμελείας του εργαζόμενου, καθότι θετικοποιείται ο περιορισμός της ευθύνης του εργαζόμενου, προς άρση των δυσμενών εις βάρος του συνεπειών, ως επέρχονταν μέχρι προσφάτως.



Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να συμβουλευτείτε τους συνεργάτες του γραφείου μας.


 Μη χάνετε την έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωσή σας. Ακολουθήστε μας τώρα στα Google News