Δικηγορικό Γραφείο
article_image

Στις προσωπικές εταιρείες τα πρόσωπα των εταίρων συνιστούν τη βάση της εταιρικής σύμβασης και η προσωπική συμβολή κάθε εταίρου είναι βασικός παράγοντας για την ομαλή λειτουργία της εταιρείας και την εκπλήρωση του κοινού σκοπού. Γι’ αυτό το λόγο, η συνεργασία και η σύμπνοια μεταξύ των μελών διαδραματίζει ύψιστο ρόλο για την ανοδική πορεία των εταιρικών υποθέσεων. Πολλές φορές βέβαια τα γεγονότα λαμβάνουν άλλη τροπή, είτε επειδή οι σχέσεις μεταξύ εταίρων διαρρηγνύονται κατά τρόπο μη αναστρέψιμο, είτε επειδή λόγοι που αφορούν την εν γένει κατάσταση της εταιρείας καθιστούν την παραμονή ενός εταίρου δυσβάσταχτη. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι συνήθεις λύσεις που προτείνονται είναι α) η έξοδος του δυσανασχετήσαντος εταίρου, β) ο αποκλεισμός ορισμένων άλλων και γ) ως έσχατη επιλογή (ultima ratio), υπό πολύ αυστηρές προϋποθέσεις, η λύση της εταιρείας. Η έξοδος ενός εταίρου προκρίνεται, ως επί το πλείστον, όταν ο ενδιαφερόμενος προς αποχώρηση δεν διαθέτει το πλειοψηφικό πακέτο του εταιρικού μεριδίου ή όταν δεν έχει καμία πρόθεση - συμφέρον παραμονής στην εταιρεία.

Η έξοδος εταίρου από Ο.Ε. ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 260 επ. του Ν. 4072/2012 και εντοπίζεται σε τρεις μορφές: α) η ακούσια έξοδος οφειλόμενη στην επέλευση των γεγονότων του άρθρου 260, β) η εκούσια έξοδος του άρθρου 261 και γ) η έξοδος εταίρου προκαλούμενη από ατομικό δανειστή του άρθρου 262, ενώ ιδιαίτερη σημασία εμφανίζει και ο αποκλεισμός εταίρου του άρθρου 263. Οι σχετικές ρυθμίσεις εφαρμόζονται αναλογικά και επί Ε.Ε., με ορισμένες μόνο διαφοροποιήσεις που θα αναλυθούν κατωτέρω. Σημειώνεται ότι οι διατάξεις αυτές δεν είναι αναγκαστικού δικαίου, καθώς στις προσωπικές εταιρείες κυριαρχεί η αρχή της ελεύθερης διαμόρφωσης των προς των έσω σχέσεων των εταίρων. Αυτό σημαίνει ότι τα μέρη μπορούν να αποφασίζουν διαφορετικά στην εταιρική σύμβαση και να διαμορφώνουν ελεύθερα τις μεταξύ τους σχέσεις, πλην όμως οι αποφάσεις τους ελέγχονται για καταχρηστικότητα με βάσει τις επιταγές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών.

Σημαντικά ζητήματα που περιβάλλουν το νομικό μανδύα της εξόδου των εταίρων από προσωπικές εταιρείες και ενδέχεται να απασχολήσουν σοβαρά τους ενδιαφερομένους προς αποχώρηση είναι: ο πλέον ασφαλής τρόπος που μπορεί να συντελεστεί η έξοδος, η σημασία του χρονικού σημείου αυτής, η αναγκαιότητα ή μη της ύπαρξης σπουδαίου λόγου, οι συμβατικές ρήτρες περιορισμού του δικαιώματος εξόδου, η εκκαθάριση των σχέσεων μεταξύ εξερχομένων εταίρων και εταιρείας (αποτίμηση εταιρικού μεριδίου και καταβολή αξίας συμμετοχής) και η ευθύνη των εξερχομένων για τα εταιρικά χρέη.

A.  Ο ΤΡΟΠΟΣ ΠΟΥ ΣΥΝΤΕΛΕΙΤΑΙ Η ΕΞΟΔΟΣ
Για οποιαδήποτε μεταβολή στο πρόσωπο των εταίρων μιας προσωπικής εταιρείας απαιτείται τροποποίηση της εταιρικής σύμβασης και καταχώρηση των νέων στοιχείων στο ΓΕΜΗ. Η καταχώρηση βέβαια αυτή έχει δηλωτικό χαρακτήρα και ως εκ τούτου η έξοδος δεν εξαρτάται από αυτή, έχει όμως πολύ μεγάλη σημασία για την αντιταξιμότητα της μεταβολής στους καλόπιστους τρίτους και την έναρξη της πενταετούς παραγραφής της ευθύνης των εταίρων για τα εταιρικά χρέη (άρ. 269). Πιο συγκεκριμένα, η έξοδος ενός εταίρου παράγει αποτελέσματα από την κοινοποίηση και μόνο μονομερούς και απευθυντέας δήλωσης βουλήσεως του εξερχομένου στον εκπρόσωπο της εταιρείας και τους λοιπούς εταίρους, έναντι όμως των καλόπιστων τρίτων αντιτάσσεται από τη δημοσίευση της εξόδου στο ΓΕΜΗ. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή ο εξερχόμενος εταίρος κοινοποιήσει απλά τη δήλωση του στον εκπρόσωπο της εταιρείας αλλά δεν προχωρήσει σε καταχώρηση στο ΓΕΜΗ, η έξοδός του συντελείται μεν νόμιμα απέναντι στην εταιρεία, πλην όμως εξακολουθεί να ευθύνεται έναντι των καλόπιστων τρίτων σύμφωνα με τις αρχές του φαινομένου δικαίου. Αναφορικά με τον τύπο της δήλωσης, δεν ορίζεται κάτι συγκεκριμένο νομοθετικά, στην πράξη ωστόσο, προκειμένου να διασφαλισθεί η αποδεικτική ευκολία, η δήλωση εξόδου προτιμάται να διατυπώνεται εγγράφως και να επιδίδεται προς την εταιρεία και τους λοιπούς εταίρους με δικαστικό επιμελητή, ο οποίος συντάσσει τη σχετική έκθεση.

Β.  Η ΑΚΟΥΣΙΑ ΕΞΟΔΟΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 260
Σύμφωνα με την ενδοτικού δικαίου παρ. 1 αρ. 260, ο θάνατος, η πτώχευση και η υποβολή σε δικαστική συμπαράσταση εταίρου επιφέρουν την έξοδο του και τη συνέχιση της εταιρείας από τους λοιπούς εταίρους. Στην εταιρική σύμβαση μπορούν βέβαια να προβλέπονται και άλλα γεγονότα που επιφέρουν την υποχρεωτική έξοδο ενός εταίρου ή να προβλέπεται ακόμα και ότι τα γεγονότα αυτά θα επιφέρουν τη λύση της εταιρείας αντί της εξόδου.

Γ.  Η ΕΚΟΥΣΙΑ ΕΞΟΔΟΣ ΕΤΑΙΡΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 261
Σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 261, κάθε εταίρος μπορεί οικειοθελώς, με μονομερή, απευθυντέα δήλωση του προς την εταιρεία και τους λοιπούς εταίρους να εξέλθει από αυτήν, οποτεδήποτε είτε αυτή είναι αορίστου, είτε ορισμένου χρόνου και ανεξάρτητα από την ύπαρξη σπουδαίου λόγου. Ο νόμος δεν θέτει καμία άλλη προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος εξόδου, όπως την ύπαρξη σπουδαίου λόγου ή την έκδοση δικαστικής απόφασης που να επικυρώνει την έξοδο. Βέβαια, η εταιρική σύμβαση μπορεί να προβλέπει και διαφορετικά (π.χ. ότι για την έξοδο θα απαιτείται σπουδαίος λόγος). Από εκείνη τη χρονική στιγμή, ο εταίρος χάνει τα εταιρικά του δικαιώματα, ανεξάρτητα μάλιστα από τη δημοσίευση της δήλωσης στο Γ.Ε.ΜΗ., αφού αυτή, όπως προαναφέρθηκε, έχει σημασία μόνο για την αντιταξιμότητα της εξόδου έναντι των καλόπιστων τρίτων
Ανάκληση της δήλωσης είναι δυνατή μόνο εφόσον η ανακλητική δήλωση περιέλθει στο σύνολο των αποδεκτών της (εταιρεία και εταίρους) πριν ή ταυτόχρονα με τη δήλωση εξόδου (άρθρο 168 ΑΚ). Εάν περιέλθει μετά την καταγγελία της εταιρικής συμμετοχής δεν ανατρέπει τ’ αποτελέσματά της και μόνο επανείσοδος του εταίρου είναι δυνατή, με αντίστοιχη τροποποίηση της εταιρικής σύμβασης.
Τέλος, άξιο αναφοράς είναι και το δικαίωμα εξόδου που παρέχεται εκ του νόμου σε εταίρους που διαφωνούν με αποφάσεις σχετικές με εταιρικούς μετασχηματισμούς, στους οποίους μετέχει η εταιρία, σύμφωνα με τα αρ. 27 παρ. 3, 80 παρ. 3 και 121 παρ. 3 του ν. 4601/2019.

Ο ρόλος του «σπουδαίου λόγου» στην εκούσια έξοδο εταίρου
Αναφορικά με την ύπαρξη σπουδαίου λόγου αξίζει να σημειωθούν τα κάτωθι: o σπουδαίος λόγος μπορεί να μην είναι προϋπόθεση για τη νόμιμη άσκηση του δικαιώματος εξόδου, πλην όμως δεν είναι άνευ σημασίας, καθώς καθορίζει την απόδοση ή όχι της εταιρικής συμμετοχής στον εξερχόμενο εταίρο, γεγονός πολύ σημαντικό για τη λήψη της απόφασης περί εξόδου.


Αναλυτικότερα, στην εταιρεία αορίστου χρόνου η ύπαρξη σπουδαίου λόγου δεν παίζει κανένα ρόλο, Άρα η δήλωση σε αυτή την περίπτωση επιφέρει αμέσως αποτελέσματα και εξερχόμενος έχει σε κάθε περίπτωση αξίωση για καταβολή της αξίας συμμετοχής του, η οποία του αποδίδεται στο τέλος της εταιρικής χρήσης.

Αντίθετα, στην εταιρεία ορισμένου χρόνου η καταβολή της αξίας συμμετοχής στον εξερχόμενο εταίρο εξαρτάται από τη συνδρομή σπουδαίου λόγου αποχώρησης, η ύπαρξη του οποίου κρίνεται με δικαστική απόφαση. Εάν λοιπόν το δικαστήριο και συγκεκριμένα το Μονομελές Πρωτοδικείο κρίνει ότι δεν υφίσταται σπουδαίος λόγος αποχώρησης τότε ο εξερχόμενος δεν έχει αξίωση για καταβολή της αξίας συμμετοχής του. Με τη «σολομώντεια» αυτή ρύθμιση ο νομοθέτης επιδίωξε να αποτρέψει την αβάσιμη, αυθαίρετη και άρα ενάντια στο εταιρικό συμφέρον άσκηση του δικαιώματος εξόδου. Ως «αντιστάθμισμα» δε του κινδύνου απώλειας της αξίας συμμετοχής του, ο εταίρος επιτυγχάνει την άμεση αποδέσμευση του από τις εταιρικές υποχρεώσεις και ευθύνες, χωρίς να χρειάζεται να αναμένει πολυδάπανες και χρονοβόρες ένδικες διαδικασίες και δικαστικές αποφάσεις που να επικυρώνουν την έξοδο του.

«Σπουδαίος λόγος» κατά τη διάταξη του άρθρου 261 § 3 υπάρχει, όταν η διαμορφωθείσα κατάσταση κατέστησε δυσβάστακτη για τον εξερχόμενο εταίρο την παραμονή του στην εταιρεία μέχρι τη λήξη της διάρκειας της. Η σπουδαιότητα του λόγου που δικαιολογεί την έξοδο του εταίρου αξιολογείται ad hoc, κατά περίπτωση, με κριτήρια αντικειμενικά, με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΚ 288, 388). Οι λόγοι που δικαιολογούν την έξοδο μπορεί να είναι α) αντικειμενικοί δηλαδή λόγοι που συνδέονται με την κατάσταση στην εταιρία, όπως π.χ. η συνεχής μη κερδοφορία της εταιρίας, η δυσμενής μεταβολή των συνθηκών της αγοράς ως προς τον επιχειρηματικό κλάδο που δραστηριοποιείται η εταιρία, η κακοδιαχείριση, η αυθαίρετη και κακόπιστη συμπεριφορά των υπολοίπων εταίρων, οι συνεχείς διενέξεις μεταξύ των τελευταίων και η αδυναμία συνεργασίας, η καταχρηστική συμπεριφορά της πλειοψηφίας κ.ο.κ., και β) υποκειμενικοί δηλαδή λόγοι που αφορούν το πρόσωπο του εξερχομένου, όπως η σοβαρή διαταραχή των σχέσεών του με τους συνεταίρους του ή μια ασθένεια που δεν του επιτρέπει την παραμονή του στη εταιρεία.
Προς αποφυγή παρερμηνειών πρέπει στο σημείο αυτό να γίνει μια σημαντική διάκριση. Η έννοια του σπουδαίου λόγου της παραγράφου 3 του άρθρου 261 δεν ταυτίζεται υποχρεωτικά με την έννοια του σπουδαίου λόγου του άρθρου 259 § 1 εδ. δ΄ ν. 4072/2012 (που ρυθμίζει τη λύση της εταιρείας). Ο σπουδαίος λόγος του άρθρου 259 § 1 εδ. δ΄, που δικαιολογεί τη δικαστική λύση της εταιρίας και τον αποκλεισμό του εταίρου από την εταιρία (άρθρο 263) πρέπει «να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και σημαντικές επιπτώσεις στην ομαλή λειτουργία της εταιρίας, ώστε στο άμεσο μέλλον να είναι δυσβάστακτη για τους εταίρους η συνέχισή της, ενώ ο σπουδαίος λόγος του άρθρου 261 § 3, στοιχειοθετείται, όταν καθίσταται δυσβάστακτη, για τον εταίρο, η συνέχιση της συμμετοχής του στην εταιρία. Δικαιολογεί δηλαδή ο σπουδαίος λόγος εξόδου την ενέργεια του εταίρου να διακόψει ο ίδιος την εταιρική του σχέση, λαμβανομένων υπ’ όψιν των προσωπικών του αναγκών και περιστάσεων, οι οποίες όμως αξιολογούνται αντικειμενικά, χωρίς να σταθμίζεται το συμφέρον της εταιρίας και οι τυχόν επιπτώσεις της αποχώρησης του εταίρου στη λειτουργία της. Για παράδειγμα, η διαφωνία εταίρου για τον τρόπο λειτουργίας της επιχείρησης, η οποία δεν επηρεάζει την κερδοφορία της εταιρίας, μπορεί να αποτελέσει σπουδαίο λόγο που δικαιολογεί την έξοδό του από την εταιρία. Για την έξοδο λοιπόν εταίρου αρκούν λόγοι που αφορούν τον ίδιο τον εταίρο και ο άξονας της σπουδαιότητας του λόγου αποχώρησης περιστρέφεται γύρω από τα δικά του συμφέροντα και όχι της εταιρείας. Το αντίθετο συμβαίνει όταν αξιολογούμε έναν σπουδαίο λόγο σε περίπτωση λύσης της εταιρείας, όπου καθοριστικός παράγοντας είναι το εταιρικό συμφέρον επί τη βάσει της αρχής διατήρησης της επιχείρησης.

Δ. ΕΞΟΔΟΣ ΕΤΑΙΡΟΥ ΠΡΟΚΑΛΟΥΜΕΝΗ ΑΠΟ ΑΤΟΜΙΚΟ ΠΙΣΤΩΤΗ ΤΟΥ (ΑΡΘΡΟ 262)
Η εταιρική συμμετοχή του οφειλέτη εταίρου μέχρι αυτός να αποχωρήσει καθ’ οποιοδήποτε τρόπο από την εταιρεία θεωρείται μέρος της εταιρικής περιουσίας. Συνεπώς ανήκει στην εταιρεία, η οποία αποτελεί μια αυθύπαρκτη οντότητα με δική της νομική προσωπικότητα και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ταυτιστεί με την ατομική περιουσία του εταίρου. Εξ αυτού του λόγου οι ατομικοί πιστωτές των εταίρων δεν έχουν τη δυνατότητα ικανοποίησης τους από την αξία του εταιρικού μεριδίου, ακόμα κι αν δεν υπάρχει άλλη ρευστοποιήσιμη προσωπική περιουσία του οφειλέτη εταίρου. Το κενό αυτό κάλυψε το άρθρο 262, σύμφωνα με το οποίο εφόσον η αναγκαστική εκτέλεση κατά της περιουσίας εταίρου από ατομικό δανειστή αποβεί άκαρπη ο τελευταίος μπορεί να ζητήσει από το αρμόδιο δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο) την έξοδο του οφειλέτη εταίρου και τον καθορισμό της εταιρικής του συμμετοχής, από την οποία θα ικανοποιηθεί. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η απογύμνωση του οφειλέτη εταίρου από την εταιρική ιδιότητα, αποτιμάται η συμμετοχή του, η οποία μετά την έξοδο του ανήκει πλέον στη προσωπική του περιουσία και έτσι μπορεί να κατασχεθεί. Τέλος, εφόσον οι εταίροι συμφωνούν, μπορεί ο εξελθών εταίρος να παραμείνει στην εταιρεία, αφού καταβάλει νέα εισφορά.

Ε. ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΕΤΑΙΡΟΥ
Ο αποκλεισμός του εταίρου διατάσσεται από το αρμόδιο δικαστήριο, κατόπιν αιτήσεως όλων των λοιπών εταίρων, όταν στο πρόσωπο του αποκλειόμενου συντρέχει περιστατικό, που θα δικαιολογούσε τη λύση της εταιρείας, σύμφωνα με την περ. δ’ παρ. 1 του άρθρου 259 (άρθρο 263). Παρά το γεγονός ότι ο αποκλεισμός του εταίρου συνιστά, κατ’ ουσία, περίπτωση αναγκαστικής εξόδου από την εταιρεία, ο νομοθέτης χρησιμοποιεί συστηματικά διακριτή ορολογία όταν αναφέρεται στον αποκλειόμενο εταίρο σε σχέση με τον, με άλλο τρόπο, εξερχόμενο. Επειδή το μέτρο του αποκλεισμού θεωρείται πολύ επαχθές για τον αποκλειόμενο, το δικαστήριο οφείλει να εξετάσει ηπιότερα μέτρα διευθέτησης της κατάστασης, όπως η ανάκληση του εταίρου από την διαχείριση. Βέβαια η ρύθμιση δεν αποτελεί αναγκαστικό δίκαιο και η εταιρική σύμβαση μπορεί να προβλέπει αποκλεισμό χωρίς έκδοση δικαστικής απόφασης με προσθήκη ρήτρας διαιτησίας ή διαμεσολάβησης.

ΣΤ. Η ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΕΞΕΡΧΟΜΕΝΩΝ ΕΤΑΙΡΩΝ ΚΑΙ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
Ένα πολύ σημαντικό ζήτημα που χρειάζεται διευθέτηση και κατάλληλο χειρισμό κατά τη διαδικασία εξόδου του εταίρου είναι η αποτίμηση της εταιρικής του μερίδας και η απόδοση αυτής κατά τη πλήρη της αξία. Πιο συγκεκριμένα, με την επιφύλαξη της παρ. 3 εδ. 2 αρ. 261 (ήτοι έξοδος εταίρου χωρίς σπουδαίο λόγο από εταιρεία ορισμένου χρόνου), ο εξερχόμενος ή αποκλειόμενος εταίρος έχει αξίωση κατά της εταιρείας για καταβολή της πλήρους αξίας συμμετοχής του (άρθρο 264 παρ. 2).
Το ερώτημα που ανακύπτει εν προκειμένω είναι το πώς γίνεται ο υπολογισμός της πλήρους αξίας συμμετοχής του εξερχομένου, δεδομένου ότι ο νομοθέτης δεν ορίζει κάτι σχετικά, καταλείποντας ευρύτατα περιθώρια σε καταστατικές ρυθμίσεις και σε συμφωνίες μεταξύ των εταίρων. Προκειμένου να επιτευχθεί το ανωτέρω αποτέλεσμα είναι απαραίτητη η περαίωση ενός ιδιότυπου «εκκαθαριστικού» σταδίου, κατά το οποίο θα καταρτισθεί ισολογισμός, από τον οποίο θα προκύπτει η πλήρης και πραγματική αξία της εταιρικής επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων των εμφανών και αφανών αποθεματικών καθώς και της άυλης αξίας της. Η αποτίμηση της αξίας αυτής συνηθίζεται στη πράξη να πραγματοποιείται από (ορκωτούς) λογιστές και το ύψος της εξαρτάται καθοριστικά από τη μέθοδο λογιστικού υπολογισμού που θ’ ακολουθηθεί. Η σύγχρονη πρακτική προκρίνει τη μέθοδο που λαμβάνει ως βάση την αξία της οικονομικής απόδοσης της εταιρείας και όχι την αξία του αθροίσματος των στοιχείων που απαρτίζουν την εταιρική περιουσία. Η μέθοδος αυτή αποτίμησης έχει μελλοντικό προσανατολισμό, βασίζεται στην ενιαία αποτίμηση της επιχείρησης και όχι των μεμονωμένων στοιχείων αυτής, ενώ συμπεριλαμβάνει στην εκτίμησή της τα άυλα στοιχεία (σήμα, φήμη, επωνυμία, πελατεία κλπ.) και τις εκκρεμείς υποθέσεις της εταιρικής επιχείρησης.
Αρκετά συχνά εμφανίζεται στη πράξη η εταιρική σύμβαση να προβλέπει άλλους τρόπους λογιστικού υπολογισμού ή να προβλέπει την καταβολή στον εξερχόμενο εταίρο ποσού μικρότερου της «πλήρους αξίας». Για παράδειγμα, μπορεί να προβλέπεται ότι το καθαρό ενεργητικό θα παραμείνει στην εταιρεία ή ότι θα καταβληθεί στον απερχόμενο εταίρο μόνο η λογιστική αξία της εταιρικής συμμετοχής, οπότε δεν θα συνυπολογιστούν οι αξίες των αφανών αποθεματικών, των άυλων αγαθών (φήμη, πελατεία) και η υπεραξία της επιχείρησης ή ότι το ποσό θα καταβληθεί σε δόσεις. Η καταστατικές αυτές προβλέψεις για καταβολή μειωμένου ποσού σε σχέση με την πλήρη αξία της εταιρικής συμμετοχής είναι καταρχήν έγκυρες, έχουν όμως την έννοια επιβολής συμβατικής ποινής και υπόκεινται στα όρια του άρθρου 281 ΑΚ περί καταχρηστικότητας. Ιδιαίτερου ελέγχου με τα κριτήρια των ΑΚ 178, 179 χρήζει και η ρήτρα που περιορίζει σημαντικά ή αποκλείει την αποδοτέα αξία.
Σε περίπτωση που δεν υπάρχει συμφωνία των εταίρων περί του τρόπου υπολογισμού της εταιρικής συμμετοχής και οι εταίροι δεν συμφωνούν μεταξύ τους είτε για τον λογιστικό υπολογιστικό τρόπο, είτε για το ύψος του αποδοθέντος εταιρικού μεριδίου, η καταβλητέα αξία προσδιορίζεται δικαστικά από το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας, κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρο 264§ 2 εδ. β’). Είναι βέβαια δυνατό το καταστατικό να περιέχει ρήτρα διαιτησίας για τις διαφορές από την άσκηση του δικαιώματος εξόδου, διότι πρόκειται για ιδιωτική διαφορά για την οποία συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ΚΠολΔ 867. Είναι επίσης δυνατόν για τις διαφορές αυτές να γίνει προσφυγή στη δικαστική μεσολάβηση ( ΚΠολΔ 214Β, 214Γ) ή την εκούσια διαμεσολάβηση του ν. 3898/2010.
Σε περίπτωση που ο εξερχόμενος εταίρος έχει εισφέρει αντικείμενα κατά χρήση, η εταιρεία οφείλει να του τα αποδώσει αυτούσια (αρ. 264 παρ.1) όχι όμως και εάν τα έχει εισφέρει κατά κυριότητα, εκτός αντίθετης συμβατικής πρόβλεψης.
Τέλος, εάν η περιουσία της εταιρείας δεν επαρκεί για την κάλυψη των χρεών της εταιρείας ο εξερχόμενος εταίρος υποχρεούται να τα καλύψει κατά το λόγο της συμμετοχής του στις ζημίες. (αρ. 264 παρ. 3). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνει μια διάκριση μεταξύ ομόρρυθμων και ετερόρρυθμων εταίρων. Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη ο ετερόρρυθμος εταίρος δεν υποχρεούται σε συμπληρωματική εισφορά μετά την έξοδό του ή μετά την λύση της εταιρίας με σκοπό την κάλυψη ζημιών της εταιρείας και επομένως δεν εφαρμόζεται ως προς αυτόν αναλογικά η ΑΚ 783.

Ζ. Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΕΞΕΡΧΟΜΕΝΩΝ ΕΤΑΙΡΩΝ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΑΞΙΩΣΕΩΝ ΕΤΑΙΡΙΚΏΝ ΔΑΝΕΙΣΤΩΝ
Ο εξερχόμενος εταίρος εξακολουθεί να ευθύνεται έναντι των τρίτων, εταιρικών δανειστών, για τα χρέη της εταιρείας που υπήρχαν μέχρι την καταχώριση της αποχώρησής του στο ΓΕΜΗ. Επιπλέον, ευθύνεται και για τις εταιρικές συμβατικές υποχρεώσεις οι οποίες κατέστησαν απαιτητές μετά τη δημοσίευση της εξόδου του εφόσον οι οικείες συμβάσεις καταρτίσθηκαν σε χρόνο που ο εταίρος διατηρούσε την εταιρική του ιδιότητα. Το ίδιο ισχύει και για υποχρεώσεις εκ του νόμου (π.χ. από αδικοπραξία), εφόσον τα γενεσιουργά της ευθύνης πραγματικά περιστατικά έλαβαν χώρα ενόσω ο εξελθών ήταν ακόμη εταίρος. Μάλιστα, η παραπάνω ευθύνη υφίσταται ανεξάρτητα απ’ το αν το ύψος της έχει συνυπολογισθεί στην καταβλητέα αξία της εταιρικής συμμετοχής.
Ωστόσο, οι αξιώσεις των εταιρικών δανειστών για τα εταιρικά χρέη παραγράφονται μετά από πέντε χρόνια από την καταχώριση της εξόδου ή του αποκλεισμού του εταίρου στο ΓΕΜΗ, εκτός κι αν η αξίωση κατά της εταιρείας υπόκειται σε βραχύτερη παραγραφή. Αν η αξίωση του δανειστή κατά της εταιρείας καταστεί ληξιπρόθεσμη μετά την καταχώριση της εξόδου ή του αποκλεισμού στο ΓΕΜΗ, η παραγραφή αρχίζει από το χρονικό σημείο, κατά το οποίο η απαίτηση καθίσταται ληξιπρόθεσμη. (άρ. 269)
Στο ερώτημα αν είναι δυνατή η σύναψη συμφωνίας με τους παραμένοντες στην εταιρεία εταίρους για περιορισμό ή και αποκλεισμό της ευθύνης του εξερχομένου εταίρου, η απάντηση πρέπει να είναι καταφατική, με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, με την επισήμανση, όμως, πως μια τέτοια συμφωνία δεν θ’ αναπτύξει ενέργεια έναντι των τρίτων (άρθρο 258 § 1), οι οποίοι θα εξακολουθούν να μπορούν να στραφούν κατά του εξελθόντος εταίρου. Ο τελευταίος, σε περίπτωση που ικανοποιήσει τους εταιρικούς δανειστές, μπορεί ν’ αξιώσει απ’ την εταιρεία και τους παραμένοντες σ’ αυτήν, να αποδώσουν τα καταβληθέντα, στο σύνολό τους. Με άλλα λόγια, τα έννομα αποτελέσματα μιας τέτοιας συμφωνίας δε θα διαφέρουν απ’ αυτά του συνυπολογισμού του ύψους της ευθύνης του εξερχομένου εταίρου κατά την καταβολή της εταιρικής του συμμετοχής.
Η απαλλαγή απ’ την έναντι τρίτων ευθύνη του εξελθόντος εταίρου μπορεί να επέλθει μόνο μέσω άφεσης χρέους (άρθρο 454 ΑΚ) από πλευράς εταιρικών δανειστών, η οποία θα επιτευχθεί κατόπιν ενεργειών του ιδίου του εξερχομένου εταίρου ή των πρώην συνεταίρων του.
Με διαφορετικό τρόπο διαμορφώνεται η ευθύνη των εξερχομένων ετερόρρυθμων εταίρων λόγω του περιορισμένου νομοθετικά μέτρου ευθύνης τους. Σύμφωνα με το άρ. 279 παρ. 1 ο ετερόρρυθμος εταίρος που κατέβαλε την εισφορά του δεν ευθύνεται για τα χρέη της εταιρείας. Σε αντίθετη περίπτωση ευθύνεται περιορισμένα μέχρι του ποσού της εισφοράς του. Αυτό σημαίνει ακριβέστερα ότι ο ετερόρρυθμος εταίρος που κατέβαλε την εισφορά του δεν ευθύνεται με την προσωπική του περιουσία, ούτε μέχρι του ποσού της εισφοράς του, αλλά απλώς η εισφορά του υπόκειται στον επιχειρηματικό κίνδυνο, μπορεί δηλαδή να απολεσθεί σε περίπτωση που η εταιρεία εμφανίσει ζημίες. Αντίθετα, εάν ο ετερόρρυθμος εταίρος οφείλει την εισφορά του, τότε ευθύνεται για τα εταιρικά χρέη άμεσα, πρωτογενώς και εις ολόκληρον με όλη του την περιουσία, πλην όμως περιορισμένα, μέχρι την αξία της οφειλομένης εισφοράς του όπως αυτή έχει καταχωρισθεί στο ΓΕΜΗ. Οι διατάξεις μάλιστα αυτές περί ευθύνης ετερόρρυθμων εταίρων είναι αναγκαστικού δικαίου με την έννοια ότι αντίθετες συμφωνίες δεν ισχύουν έναντι τρίτων, μπορεί όμως να ισχύσουν μεταξύ των εταίρων. Σύμφωνα με τα παραπάνω και δεδομένου ότι η εισφορά του ετερόρρυθμου εταίρου υπόκειται στον επιχειρηματικό κίνδυνο, το ύψος ευθύνης του εξερχομένου ετερόρρυθμου εταίρου ή η συμμετοχή του σε ζημίες συνυπολογίζεται στην καταβλητέα εταιρική συμμετοχή του, μέχρι όμως του ποσού της εισφοράς του. Κι αυτό γιατί η ευθύνη του για τα εταιρικά χρέη διαμορφώνεται πάντοτε βάσει της αναγκαστικού δικαίου διατάξεως του άρ. 279. Τέλος, όπως έχει ήδη επισημανθεί, ο ετερόρρυθμος εταίρος δεν υποχρεούται σε συμπληρωματική εισφορά προς κάλυψη ζημιών της εταιρείας.

Η. ΡΗΤΡΕΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΕΞΟΔΟΥ
Το δικαίωμα εξόδου ρυθμίζεται νομοθετικά με διατάξεις ενδοτικού δικαίου, οι οποίες καταλείπουν περιθώρια διαφοροποιήσεων κατόπιν συμφωνίας των εταίρων. Έτσι, συχνά, εντοπίζονται ρήτρες στην εταιρική σύμβαση που περιορίζουν το εν λόγω δικαίωμα ή θέτουν ορισμένα προσκόμματα κατά την άσκησή του. Οι ρήτρες αυτές είναι καταρχήν νόμιμες, πλην όμως ελέγχονται για καταχρηστικότητα βάσει του ΑΚ 281, πρέπει να είναι ακριβείς, ορισμένες και να μην περιορίζουν υπέρμετρα το δικαίωμα εξόδου, ούτε να καθιστούν την άσκησή του επί μακρόν ανενεργή. Για παράδειγμα, μπορεί τα μέρη να προβλέπουν ως προϋπόθεση εξόδου τη μεταβίβαση του μεριδίου του εταίρου στους υπολοίπους ή σε κάποιον τρίτο που θα υποδείξει η εταιρεία. Τέτοιες ρήτρες εξυπηρετούν συνήθως τη διατήρηση του αυστηρά προσωποπαγούς χαρακτήρα της επιχείρησης ή αποσκοπούν στη διασφάλιση μιας σταθερής διαχειριστικής πολιτικής. Σε αυτές τις περιπτώσεις και προκειμένου ο εξερχόμενος εταίρος να λειτουργήσει εκ του ασφαλούς είναι δυνατή η άσκηση αγωγής αναγνώρισης της ύπαρξης του δικαιώματος εξόδου, όταν αμφισβητείται η συνδρομή των προϋποθέσεων που ορίζει η εταιρική σύμβαση για την άσκησή του.

Θ. ΕΞΟΔΟΣ ΕΤΑΙΡΟΥ ΑΠΟ ΔΙΜΕΛΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
Στην περίπτωση εξόδου εταίρου από διμελή ομόρρυθμη εταιρία, καθώς και στην περίπτωση που το δικαίωμα εξόδου ασκεί ο ομόρρυθμος εταίρος διμελούς ετερόρρυθμης εταιρίας, η εταιρία, που καθίσταται μονοπρόσωπη, λύεται μόνον αν μέσα σε τέσσερις μήνες, από την περιέλευση της δήλωσης στον εναπομείναντα εταίρο και, δι’αυτού, στην εταιρία, αφού, μετά την έξοδο του άλλου εταίρου, υποχρεωτικά είναι και διαχειριστής, δεν δημοσιευθεί στο Γ.Ε.ΜΗ η είσοδος νέου εταίρου (άρθρα 267 και 281 § 1 εδ. α΄ ).



Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να απευθυνθείτε στους συνεργάτες του γραφείου μας.


 Μη χάνετε την έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωσή σας. Ακολουθήστε μας τώρα στα Google News