Η σύμβαση με πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, σε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ρυθμίστηκε διεξοδικά, με βάση τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρχικά με το Ν. 3862/2010, που ενσωμάτωσε τις οδηγίες 2007/64, 2007/44 και 2010/16 της ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 2007, «για τις υπηρεσίες πληρωμών» στην εσωτερική αγορά, και εν συνεχεία με το Ν. 4537/2018, ο οποίος ενσωμάτωσε στην ελληνική νομοθεσία την Οδηγία 2015/2366/ΕΕ για τις υπηρεσίες πληρωμών.
Το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής του Ν. 4537/2018, κατά το άρθρο 2 αυτού, εκτείνεται στις υπηρεσίες πληρωμών του άρθρου 4. Σύμφωνα με τους ορισμούς, που περιλαμβάνονται στο άρθρ. 4 του νόμου, ως υπηρεσίες πληρωμών νοούνται και η (άρθρο 4 παρ. 3 περ. γ αα) εκτέλεση εντολών άμεσης χρέωσης, συμπεριλαμβανομένης της εφάπαξ άμεσης χρέωσης, η οποία διενεργείται μέσω (άρθρο 4 παρ. 4) «ιδρύματος πληρωμών», που είναι το νομικό πρόσωπο που έχει λάβει άδεια, σύμφωνα με το άρθρο 11, να παρέχει και να εκτελεί υπηρεσίες πληρωμών σε όλα τα κράτη-μέλη, στα οποία συγκαταλέγονται και τα τραπεζικά ιδρύματα.
Σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 4 «πράξη πληρωμής», είναι η πράξη, η εκκίνηση της οποίας διενεργείται από τον πληρωτή ή για λογαριασμό του ή από τον δικαιούχο και συνίσταται στη διάθεση, μεταβίβαση ή ανάληψη χρηματικών ποσών, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε υποκείμενη υποχρέωση μεταξύ πληρωτή και δικαιούχου. «Εξ αποστάσεως πράξη πληρωμής» (παρ. 6) είναι η πράξη πληρωμής, η εκκίνηση της οποίας διενεργείται μέσω του διαδικτύου ή μέσω συσκευής που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για επικοινωνία εξ αποστάσεως, «σύστημα πληρωμών» (παρ. 7) είναι το σύστημα μεταφοράς χρηματικών ποσών, το οποίο διέπεται από επίσημες τυποποιημένες διαδικασίες και κοινούς κανόνες για την επεξεργασία, την εκκαθάριση και/ή το διακανονισμό πράξεων πληρωμής, «πληρωτής» (παρ. 8) είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο διατηρεί λογαριασμό πληρωμών και επιτρέπει εντολή πληρωμής από αυτό το λογαριασμό ή, εάν δεν υπάρχει λογαριασμός πληρωμών, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δίνει εντολή πληρωμής, «δικαιούχος» (παρ. 9) είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι ο τελικός αποδέκτης των χρηματικών ποσών τα οποία αποτελούν αντικείμενο της πράξης πληρωμής, «χρήστης υπηρεσιών πληρωμών» (παρ. 10) είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί μια υπηρεσία πληρωμών ως πληρωτής, δικαιούχος ή και με τις δύο ιδιότητες, «πάροχος υπηρεσιών πληρωμών» (παρ. 11) είναι οι οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 ή φυσικό ή νομικό πρόσωπο που τυγχάνει εξαίρεσης, σύμφωνα με το άρθρο 34, "εντολή πληρωμής" (παρ. 13) είναι η οδηγία εκ μέρους του πληρωτή ή του δικαιούχου προς τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών με την οποία του ζητείται να εκτελέσει μια πράξη πληρωμής και "σύμβαση-πλαίσιο" (παρ. 21) είναι η σύμβαση παροχής υπηρεσιών πληρωμών που διέπει τη μελλοντική εκτέλεση μεμονωμένων και διαδοχικών πράξεων πληρωμής και η οποία μπορεί να περιλαμβάνει την υποχρέωση και τους όρους για το άνοιγμά λογαριασμού πληρωμών.
Σύμφωνα με το άρθρο 48 (Πληροφορίες που παρέχονται στον πληρωτή μετά τη λήψη της εντολής πληρωμής) «Αμέσως μετά τη λήψη της εντολής πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή παρέχει ή καθιστά διαθέσιμες στον πληρωτή τις εξής πληροφορίες όσον αφορά τις δικές του υπηρεσίες: α) τα στοιχεία αναφοράς που επιτρέπουν στον πληρωτή να ταυτοποιήσει την πράξη πληρωμής και, κατά περίπτωση, τις πληροφορίες που αφορούν το δικαιούχο, β) το ποσό της πράξης πληρωμής στο νόμισμα που χρησιμοποιείται στην εντολή πληρωμής, γ) το ποσό των τυχόν επιβαρύνσεων για την πράξη πληρωμής, τις οποίες πρέπει να καταβάλει ο πληρωτής και, ανάλογα με την περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των επιβαρύνσεων αυτών, δ) ανάλογα με την περίπτωση, τη συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε στην πράξη πληρωμής από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή ή σχετική αναφορά, αν διαφέρει από την ισοτιμία που παρασχέθηκε σύμφωνα με την περίπτωση δ` της παραγράφου 1 του άρθρου 45, και το ποσό της πράξης πληρωμής μετά τη μετατροπή του νομίσματος και ε) την ημερομηνία λήψης της εντολής πληρωμής.
Σύμφωνα με το άρθρο 57 (Πληροφόρηση του πληρωτή για τις επιμέρους πράξεις πληρωμής) 1. Μετά τη χρέωση του λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή με το ποσό της επιμέρους πράξης πληρωμής ή, όταν ο πληρωτής δεν χρησιμοποιεί λογαριασμό πληρωμών, μετά τη λήψη της εντολής πληρωμής, ο βρόχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή παρέχει αμελλητί στον πληρωτή τις εξής πληροφορίες α) στοιχείο αναφοράς που επιτρέπει στον πληρωτή να ταυτοποιήσει κάθε πράξη πληρωμής και, κατά περίπτωση, τις πληροφορίες που αφορούν το δικαιούχο, β) το ποσό της πράξης πληρωμής στο νόμισμα στο οποίο χρεώνεται ο λογαριασμός πληρωμών του πληρωτή ή στο νόμισμα που χρησιμοποιείται για την εντολή πληρωμής, γ) το ποσό των τυχόν επιβαρύνσεων για την πράξη πληρωμής και, ανάλογα με την περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των επιβαρύνσεων αυτών ή τον τόκο που πρέπει να καταβάλλει ο πληρωτής, δ) όπου απαιτείται, τη συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε στην πράξη πληρωμής από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή και το ποσό της πράξης πληρωμής μετά τη μετατροπή του νομίσματος, ε) την ημερομηνία αξίας για τη χρέωση ή την ημερομηνία λήψης της εντολής πληρωμής.
Σύμφωνα με το άρθρο 88 παρ. 1 (Ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για μη εκτέλεση, εσφαλμένη ή καθυστερημένη εκτέλεση πράξεων πληρωμής) «α) Όταν η εντολή πληρωμής εκκινείται απευθείας από τον πληρωτή, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, με την επιφύλαξη του άρθρου 71, των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 87 και του άρθρου 92, ευθύνεται έναντι του πληρωτή για την ορθή εκτέλεση της πράξης πληρωμής».
Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 71 (Γνωστοποίηση και αποκατάσταση των πράξεων πληρωμής που δεν έχουν εγκριθεί ή εσφαλμένα έχουν εκτελεστεί) και δη την παρ. 1 αυτού «ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αποκαθιστά μία μη εγκεκριμένη (π.χ. μέσω της μεθόδου « phishing» ή εσφαλμένα εκτελεσθείσα ( π.χ. μέσω της εισόδου σε διαφορετική ιστοσελίδα που προσομοιάζει με εκείνη της τράπεζας ή λόγω π.χ. της εσφαλμένης πληκτρολόγησης του λογαριασμού του δικαιούχου της πληρωμής) πράξη πληρωμής στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, μόνο αν ο τελευταίος ειδοποιήσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών μόλις αντιληφθεί οποιαδήποτε τέτοια πράξη πληρωμής που θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης, περιλαμβανομένης εκείνης του άρθρου 88, και το αργότερο μέσα σε χρονικό διάστημα δεκατριών (13) μηνών από την ημερομηνία χρέωσης. Η ανωτέρω προθεσμία δεν ισχύει όταν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν χορήγησε ούτε κατέστησε διαθέσιμες τις πληροφορίες για τη συγκεκριμένη πράξη πληρωμής, σύμφωνα με τα άρθρα 38 έως 60».
Επιπλέον, το άρθρο 88 παρέχει στους χρήστες, σε περίπτωση μη εκτέλεσης ή εσφαλμένης εκτέλεσης εντολών πληρωμής αξιώσεις έναντι των αντίστοιχων φορέων παροχής υπηρεσιών πληρωμής ανεξάρτητα από υπαιτιότητα του εκάστοτε φορέα.
Σύμφωνα μάλιστα με το άρθρο 73 παρ. 3 σε περίπτωση μη εγκεκριμένης πληρωμής περαιτέρω αποζημίωση δεν αποκλείεται, εφόσον θεμελιώνεται σχετικό δικαίωμα στο δίκαιο που διέπει τη σύμβαση που έχει συναφθεί μεταξύ του πληρωτή και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών ή στο δίκαιο που διέπει τη σύμβαση που έχει συναφθεί μεταξύ του πληρωτή και του παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής.
Σημειώνεται ότι ο Νόμος 4537/2018 εισάγει αναγκαστικό δίκαιο υπέρ των χρηστών, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 103 οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών απαγορεύεται να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του εις βάρος των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών, εκτός αν η δυνατότητα παρέκκλισης προβλέπεται ρητά και μπορούν να αποφασίζουν να προσφέρουν μόνο ευνοϊκότερους όρους στους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών.
Συνεπώς, στα πλαίσια του νόμου αυτού και κατά τις πρόνοιες αυτού δεν υφίσταται ευθύνη των παρόχων σύμφωνα με το άρθρο 92 (Απουσία ευθύνης σε μη συνήθεις και μη προβλέψιμες περιστάσεις) μόνο όταν υπάρχουν ασυνήθεις και απρόβλεπτες περιστάσεις, οι οποίες είναι πέρα από τον έλεγχο του μέρους που τις επικαλείται και των οποίων οι συνέπειες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρ' όλες τις προσπάθειες για το αντίθετο.
Ωστόσο, υπό το σύστημα του νόμου αυτού οι λειτουργικοί κίνδυνοι και οι κίνδυνοι ασφαλείας του συστήματος, δεν αποτελούν μη συνήθεις και μη προβλέψιμες περιστάσεις, ώστε η από την επέλευσή τους ζημία των χρηστών βαρύνει τους παρόχους, καθώς η περίπτωσή τους ρυθμίζεται διεξοδικά στα άρθρα 94 επ.
Ειδικότερα, μάλιστα, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2α’ της Αριθμ. πράξης 157/3/02-04-2019 (ΦΕΚ Β` 1597/10.05.2019) της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος «Υιοθέτηση των κατευθυντηρίων γραμμών της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών για την αναφορά μειζόνων συμβάντων δυνάμει της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ», λειτουργικό συμβάν είναι ένα μεμονωμένο συμβάν το οποίο έχει ή ενδέχεται να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην ακεραιότητα και τη συνέχεια των υπηρεσιών που σχετίζονται με πληρωμές, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 1.2.3. της πράξης αυτής της Τράπεζας της Ελλάδος τέτοιο υπάρχει και όταν η εντολή πληρωμής δεν μπορεί να εκτελεστεί από τον πάροχο υπηρεσιών πληροφοριών.
Σύμφωνα με το άρθρο 95 Ν. 4537/2018 (Αναφορά συμβάντων), σε περίπτωση μεγάλης σημασίας λειτουργικού συμβάντος, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών με έδρα στην Ελλάδα το γνωστοποιούν, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, στην Τράπεζα της Ελλάδος και αν το συμβάν επηρεάζει ή μπορεί να επηρεάσει τα οικονομικά συμφέροντα των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών του, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ενημερώνει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών του για το συμβάν και για όλα τα μέτρα που μπορούν να λάβουν για τη μείωση των αρνητικών επιπτώσεων του συμβάντος.
Συνεπώς, η περίπτωση λειτουργικού συμβάντος δεν θεωρείται ασυνήθης και απρόβλεπτη περίσταση, καθώς μάλιστα κατά την κοινή λογική η διακοπή λειτουργίας ενός ηλεκτρονικού συστήματος πληρωμών και η έλλειψη ασφάλειας αυτού είναι πάντοτε πιθανόν να συμβούν. Επιπλέον, στην περίπτωση αυτή εισάγεται κατ’ άρθρο 95 μια υποχρέωση πληροφόρησης προς τους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών και μάλιστα μείζονα από αυτή της παροχής των πληροφοριών των άρθρων 45 επ Ν. 4537/2018 η παράλειψη παροχής των οποίων έχει - κατά νομική ταυτολογία - ως συνέπεια ότι παραμένει ακέραια η ευθύνη του παρόχου πληρωμών εξαιτίας μιας μη εγκεκριμένης πράξης πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 71 και τούτο ακόμη και παρά την παράλειψη του χρήση να ειδοποιήσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών μόλις αντιληφθεί οποιαδήποτε τέτοια πράξη πληρωμής που θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης.
Η ρύθμιση αυτή του Ν. 4537/2018 τελεί σε σύμπνοια με τη ρύθμιση του άρθρου 8 ν. 2251/1994 «για την προστασία των καταναλωτών», όπου στην έννοια των παρεχόντων υπηρεσίες επίσης εμπίπτουν οι τράπεζες, οι οποίες υπέχουν έναντι του καταναλωτικού κοινού συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας. Ο Ν. 2251/1994 καθιερώνει και αυτός σύστημα νόθου αντικειμενικής ευθύνης.
Ενόψει δε της καθιερούμενης, συναφώς, νόθου αντικειμενικής ευθύνης, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους αποδείξεως, τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξεώς του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του ( ΜονΠρΧίου 245/2022, ΜονΠρΘεσσαλ. 10/2021).
Εκ της νομολογίας, ως κρίσιμα κριτήρια της συμπεριφοράς του χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών έχουν γίνει δεκτά: α) η άμεση αντίδραση του χρήστη και η αμελλητί ειδοποίηση του παρόχου των υπηρεσιών πληρωμής- τράπεζας και β) η άμεση αμφισβήτηση της συναλλαγής. Από την άλλη πλευρά, ο πάροχος των υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να απαλλαγεί ή να περιορίσει την ευθύνη του πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, είτε τη συνδρομή κάποιου άλλου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του ( ΑΠ 1133/2017, ΑΠ 2257/2014).