Η ανωτέρω απόφαση ορθώς : α) έκρινε ότι στο αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, υφίσταται ένα και ιδιότυπο αθροιστικό έγκλημα που τελείται εφάπαξ, ως δε χρόνος τέλεσης αυτού νοείται η συμπλήρωση τετραμήνου από τον χρόνο ταμειακής βεβαίωσης του μερικότερου χρέους με τη χρονικά εγγύτερη ταμειακή βεβαίωση προς τη σύνταξη του συνοδεύοντος την αίτηση για άσκηση της ποινικής δίωξης οικείου πίνακα χρεών, β) διέκρινε τα χρέη προς το Δημόσιο που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του ΚΦΔ με κριτήριο την πηγή προέλευσή τους, ανεξάρτητα από το ύψος του ποσού κάθε τέτοιου χρέους, αν δηλαδή λόγω ποσού, ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, καθίστανται τιμωρητές ή όχι, πράξεις ή παραλείψεις κατά τις παραγράφους 3, 4 και 5 του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας και γ) τέλος απεφάνθη ότι η αναστολή της ποινικής διαδικασίας κατ’ άρθρο 80 ΚΠΔ ( λόγω διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών) υπολογίζεται κανονικά στη διαδρομή της παραγραφής του ποινικού αδικήματος.
Ακολουθεί το κείμενο της απόφασης:
«1.-Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, όπως αυτές τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τα άρθρα 18 παρ. 2 και 28 παρ. 2 - 4 του Ν. 2948/2001, 34 του Ν. 3016/2002, 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, 3 παρ. 1 του Ν. 3943/2011, 20 του Ν. 4321/2015 και 8 του Ν. 4337/2015, «1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) Ενός (1) τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, β) Τριών (3) τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’, υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της ΔΌΎ. ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων ...». Κατά τη σαφή διατύπωση του ανωτέρω άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, για κάθε πίνακα χρεών, ο οποίος υποβάλλεται στον εισαγγελέα με την αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ., ασκείται ξεχωριστή ποινική δίωξη, που περιλαμβάνει, ως μία πράξη, τη μη καταβολή του αναφερόμενου στον πίνακα συνολικού χρέους, το οποίο είναι δυνατόν να προέρχεται από οποιαδήποτε αιτία, χωρίς διάκριση πλέον και επιρροή, ανάλογα με το ύψος και την προέλευση του κάθε επιμέρους χρέους του πίνακα. Δεν πρόκειται, δηλαδή, λόγω της μη καταβολής καθενός χρέους του πίνακα, για κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, ήτοι για περισσότερες πράξεις τελεσθείσες με ενότητα δόλου, αλλά ο νόμος κυριαρχικά θεωρεί πλέον, ότι τα μη καταβληθέντα και περιεχόμενα σε κάθε πίνακα χρέη συνιστούν ένα και ιδιότυπο αθροιστικό έγκλημα που τελείται εφάπαξ και όχι εξακολουθητικά, ως δε χρόνος τέλεσης αυτού νοείται η συμπλήρωση τετραμήνου από τον χρόνο ταμειακής βεβαίωσης (από και με την οποία η σχετική αστική αξίωση γίνεται ληξιπρόθεσμη) του μερικότερου χρέους με τη χρονικά εγγύτερη ταμειακή βεβαίωση προς τη σύνταξη του συνοδεύοντος την αίτηση για άσκηση της ποινικής δίωξης οικείου πίνακα χρεών, ο χρόνος δε αυτός καλύπτει και τους αντίστοιχους χρόνους των υπόλοιπων, εχόντων προγενέστερες ταμειακές βεβαιώσεις, χρεών, τα οποία, κατά την έννοια του νόμου, συσσωματώνονται σε ένα και μόνο αθροιστικό χρέος (βλ. ΑΠ 1579/2022, ΑΠ 565/2022, ΑΠ 292/2022 ΤΝΠλ Νόμος, ΑΠ 299/2022 ΤΝΠλ ΔΣΑ).
Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 469 του ισχύοντος ΠΚ, που τέθηκε σε ισχύ από 1-7-2019, ορίζει ότι: «Μετά το εδ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 προστίθεται εδ. γ’ ως εξής: «Στην αίτηση και στον πίνακα που υποβάλλονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο δεν περιλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου, τα χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις καθώς και τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις». Με τη διάταξη αυτή του νέου Ποινικού Κώδικα ρυθμίζεται, με τον αναφερόμενο σ’ αυτήν τρόπο, το προβλεπόμενο από το άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 ποινικό αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων στη φορολογική διοίκηση χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, καθώς και τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αφού ρητά ορίζεται ότι στις (νέες) αιτήσεις και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών, κατά το άρθρο αυτό, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ποινικής ευθύνης του προσώπου οι οφειλές που αφορούν: α) χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση (αμιγώς) χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτές προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις και τούτο, διότι, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της μεταβατικής αυτής διάταξης, η μη καταβολή της επιβληθείσας χρηματικής ποινής καταργείται πλέον ως αυτοτελές αδίκημα του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, καθώς δυνάμει της διάταξης της παραγράφου 6 του άρθρου 80 του νέου ΠΚ, το δικαστήριο μαζί με τη χρηματική ποινή ορίζει ποινή στερητική της ελευθερίας, η οποία πρέπει να εκτιθεί από τον καταδικασθέντα, αν δεν καταβληθεί η χρηματική ποινή και β) χρέη που προέρχονται από τα φορολογικά αδικήματα, που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Ν. 4174/2013 (ΚΦΔ), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις και τούτο, διότι, σύμφωνα με την ίδια ως άνω αιτιολογική έκθεση, θεραπεύεται το άτοπο της διπλής αξιολόγησης των αξιόποινων φορολογικών παραβάσεων, ήτοι τόσο κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όσο και κατά τις διατάξεις του άρθρου 66 του Ν. 4174/2013, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 8 του Ν. 4337/2015. Ως εκ τούτου, τα ποσά που αποτελούν το προϊόν που αποκομίστηκε ή επιδιώχθηκε με τις εν λόγω φορολογικές παραβάσεις αποκλείονται πλέον από την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, δεδομένου ότι η μη καταβολή αυτών τυποποιείται ήδη ποινικά από το άρθρο 66 του ΚΦΔ.
Η ποινική δε τυποποίηση των χρεών αυτών, κατά την έννοια του άρθρου 469 του ΠΚ, πρέπει να εκληφθεί με κριτήριο την πηγή προέλευσή τους, ανεξάρτητα από το ύψος του ποσού κάθε τέτοιου χρέους, αν δηλαδή λόγω ποσού, ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, καθίστανται τιμωρητές ή όχι, πράξεις ή παραλείψεις κατά τις παραγράφους 3, 4 και 5 του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (βλ. ΑΠ 1410/2022, ΑΠ 595/2022, ΑΠ 299/2022, ΑΠ 292/2022, ΑΠ 189/2021, ΑΠ 123/2021, ΑΠ 1320/2020, ΑΠ 1112/2020, ΑΠ 828/2020, contra ΑΠ 789/2022, πλειοψηφία ΑΠ 1579/2022 κατά τις οποίες δεν αφαιρούνται από τον πίνακα χρεών του εγκλήματος του άρθρου 25 Ν. 1882/1990 ποσά οφειλών από μη καταβολή, απόκρυψη, κ.λ.π. φόρου, εφόσον δεν υπερβαίνουν το όριο που θέτει το άρθρο 66 Ν. 4174/2013 για την κατάφαση του εγκλήματος της φοροδιαφυγής). Τέτοια αποκλεισμένα χρηματικά ποσά-χρέη, τα οποία εμπίπτουν στα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, είναι, μεταξύ των άλλων, τα προερχόμενα από την αποφυγή πληρωμής φόρου εισοδήματος (που προβλεπόταν από το άρθρο 17 παρ. 1 του Ν. 2523/1997), ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ), από την απόκρυψη από τα όργανα της φορολογικής διοίκησης φορολογητέων εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακών στοιχείων, ιδίως με την παράλειψη υποβολής δήλωσης ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης ή με την καταχώριση στα λογιστικά αρχεία εικονικών (ολικά ή μερικά) δαπανών ή με την επίκληση στη φορολογική δήλωση τέτοιων δαπανών, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση του φόρου προστιθέμενης αξίας (που προβλεπόταν από το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2523/1997), του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση ή λήψη επιστροφής με παραπλάνηση της φορολογικής διοίκησης με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, καθώς και τη διακράτηση τέτοιων φόρων, τελών ή εισφορών, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση στο Δημόσιο του φόρου πλοίων, από την έκδοση και αποδοχή πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (που προβλεπόταν από το άρθρο 19 παρ. 1 του Ν. 2523/1997) και από τη μη έκδοση ή έκδοση ανακριβώς των προβλεπόμενων από το ΠΔ 186/1992 (Κ.Β.Σ.) στοιχείων κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών κ.λ.π. (που προβλεπόταν από το άρθρο 19 παρ. 5 του Ν. 2523/1997), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις, όπως είναι τα πρόστιμα. Εξάλλου, η επιβληθείσα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Ν. 3986/2011 ετήσια επί του εισοδήματος φορολογική επιβάρυνση (τέλος επιτηδεύματος), που ορίζεται σε πάγιο, κατά κατηγορία υποχρέων, ποσό, στους επιτηδευματίες και στους ασκούντες ελεύθερο επάγγελμα, που τηρούν βιβλία Β' και Γ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., θεσπίστηκε ως φόρος επί του εισοδήματος. Ο νομοθέτης στηρίχθηκε στην παραδοχή ότι η άσκηση επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας, υπό συγκεκριμένες συνθήκες που περιγράφονται στο νόμο, αποφέρει ένα ελάχιστο ποσό ετήσιου εισοδήματος, στο οποίο αντιστοιχεί, ως ελάχιστη φορολογική επιβάρυνση, το προβλεπόμενο πάγιο ποσό φόρου (ΣτΕ 89/2019). Έτσι, η αποφυγή πληρωμής του τέλους επιτηδεύματος, που αποτελεί φόρο επί του εισοδήματος, τυποποιείται, επίσης, στα εγκλήματα φοροδιαφυγής του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ, οπότε δεν συμπεριλαμβάνεται και δεν υπολογίζεται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται για την άσκηση ποινικής δίωξης από τον προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή τα ελεγκτικά κέντρα ή το τελωνείο προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας τους.
2.-Στην προκειμένη περίπτωση από την αναγνωσθείσα στο ακροατήριο εκκαλουμένη αριθμ. ΒΤ-…………………..2016 απόφαση του Β' Τριμελούς Πλημ/κείου Πειραιώς, προκύπτει ότι ο εκκαλών-κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος για την πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο (άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990) κατ' εξακολούθηση, συνολικού ποσού άνω των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών. Ειδικότερα κρίθηκε ένοχος του ότι, στον Πειραιά, κατά το χρονικό διάστημα από 1-3-2010 έως 31-12-2013, ως διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας με την επωνυμία «…………………………………….Α.Ε.», δεν κατέβαλε μέσα στη νόμιμη προθεσμία ληξιπρόθεσμα χρέη της προς το Δημόσιο, συνολικού ποσού 2.357.286,81 ευρώ, όπως αυτά αναλυτικά εμφανίζονται κατ' αριθμό, ημερομηνία βεβαίωσης, οικονομικό έτος, είδος φόρου, ανάλυση ποσού, απαιτητό μέρος για κάθε ένα και σύνολο, τρόπο και ειδικότερο χρόνο πληρωμής, στον αναφερόμενο στο διατακτικό στον αριθμ. ειδ. βιβλίου ……./2014 πίνακα χρεών που συνέταξε ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ και ο οποίος επισυνάπτεται και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της παρούσας απόφασης. Περαιτέρω από τον ένδικο πίνακα χρεών προκύπτει ότι τα αναφερόμενα υπό στοιχεία 3, 4, 5, 6, 17, 25, 26, 27 και 28 χρέη, ποσών 4.732,20 ευρώ, 4.732,20 ευρώ, 4.732,20 ευρώ, 4.732,20 ευρώ, 1.641 ευρώ, 5.316,30 ευρώ, 5.316,30 ευρώ, 5.316,30 ευρώ και 5.316,30 ευρώ αντίστοιχα, αφορούν σε πρόστιμο ΚΒΣ (δικαστική απόφαση ή οριστική βεβαίωση), τα υπό στοιχεία 7, 19, 20 και 21 χρέη, ποσών 664,57 ευρώ, 482.078,72 ευρώ, 487.750, 78 ευρώ και 243,460,19 ευρώ αντίστοιχα, αφορούν σε ΦΠΑ (περαίωση και δικαστική απόφαση), τα υπό στοιχεία 8, 22, 23 και 24 χρέη, ποσών 62.286,97 ευρώ, 36.154,18 ευρώ, 148.057,70 ευρώ και 194.34,96 ευρώ αντίστοιχα, αφορούν σε εισόδημα (περαίωση ή δικαστική απόφαση), τα υπό στοιχεία 14, 15,16 χρέη, ποσών 241,51 ευρώ, 3.307,92 ευρώ και 861,67 ευρώ αντίστοιχα, αφορούν Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε. και το υπό στοιχείο 10 χρέος ποσού 2.593,50 ευρώ, αφορά εισφορά και τέλος επιτηδ/τος Ν. 3986/2011.
Σύμφωνα δε με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη, αφού, μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης, ίσχυσε, κατά τα προαναφερθέντα, ο νέος Ποινικός Κώδικας (Ν. 4619/2019), στο άρθρο 469 του οποίου περιέχεται η ως άνω επιεικέστερη διάταξη, κατά την οποία τα χρέη από ποινικά αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, τα προαναφερθέντα υπό στοιχεία 3, 4, 5, 6, 7, 8, 10, 14, 15, 16, 16, 17, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27 και 28 (χρέη), ανεξάρτητα από το ύψος τους, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του κατηγορουμένου, δηλαδή αποκλείονται πλέον από την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990. Αντίθετα από τον ένδικο πίνακα χρεών τα υπόλοιπα αναφερόμενα χρέη και δη τα υπό στοιχεία 1, 2, 9, 11, 12, 13 και 18,ποσών 460,20 ευρώ, 1.744,80 ευρώ, 3.279,36 ευρώ, 622.000 ευρώ, 24.680 ευρώ, 178,50 ευρώ και 1.310,78 ευρώ αντίστοιχα (συνολικού ποσού 650.653,64 ευρώ) που αφορούν πρόστιμα επιβολής διοικητικών κυρώσεων και τροχαίας δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ. και υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του κατηγορουμένου.
Η μη καταβολή από τον κατηγορούμενο των ανωτέρω υπό στοιχεία 1, 2, 9, 11, 12, 13 και 18 περιεχομένων στον πίνακα χρεών συνιστά ένα και ιδιότυπο αθροιστικό έγκλημα που τελέστηκε εφάπαξ και όχι εξακολουθητικά. Ως δε χρόνος τέλεσης αυτού νοείται η συμπλήρωση τετραμήνου από τον χρόνο ταμειακής βεβαίωσης του υπό στοιχείο 18 μερικότερου χρέους που έχει χρονικά την εγγύτερη ταμειακή βεβαίωση προς τη σύνταξη του συνοδεύοντος την αίτηση για άσκηση της ποινικής δίωξης οικείου αριθμ. ειδ. βιβλίου …../2014 πίνακα χρεών του προϊστάμενου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ (το χρέος βεβαιώθηκε στις 13-7-2013, έπρεπε να πληρωθεί εφάπαξ μέχρι τις 30-8- 2013). Δηλαδή χρόνος τέλεσης της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο πράξης είναι η 31 η-12-2013.
Επειδή από τον ως άνω χρόνο τέλεσης της τιμωρούμενης σε βαθμό πλημμελήματος παραπάνω πράξης μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης (13-12-2022), παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος της οκταετίας που είναι ο χρόνος παραγραφής των πλημμελημάτων πλέον του χρόνου της αναστολής τους (ΠΚ 111, 112 και 113) και ενόψει του ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξης εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, το αξιόποινο της ως άνω πράξης έχει εξαλειφθεί λόγω παραγραφής και πρέπει το Δικαστήριο, αφού, ανακαλέσει την προηγούμενη αριθμ. ……/2022 απόφασή του, με την οποία ανεστάλη η προκειμένη ποινική διαδικασία κατ' άρθρο 80 ΚΠΔ, λόγω του ότι ο κατηγορούμενος τελούσε σε κατάστασης διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών, εν συνεχεία να διατάξει την εξακολούθηση της διαδικασίας (ΚΠΔ80 παρ. 4, 1 εδ. α') και τελικά παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, κατ' εφαρμογή του άρθρου 368 παρ. β' του ισχύοντος ΚΠΔ»